Ήταν ένα φτωχό παιδί που δούλευε για να μπορεί να εξασφαλίζει, τουλάχιστον, τα απαραίτητα για την επιβίωσή του. Ο πατέρας του είχε πεθάνει ότι εκείνος ήταν μόλις δύο ετών και η μητέρα του ήταν φιλάσθενη. Εκείνος έπρεπε να μεγαλώσει γρήγορα, να γίνει ένας ώριμος άνδρας και να φροντίζει το σπίτι του.
Συνήθιζε να πηγαίνει συχνά για ψάρεμα για να εξασφαλίσει την καθημερινή του τροφή. Παρότι απογοητευόταν επειδή ψαριά δεν ήταν ποτέ καλή , δεν άφηνε την απογοήτευση να τον παρασύρει. Πήγαινε καθημερινά.
Εκείνο το πρωινό, ήταν αποφασισμένος. Κάτι καλό θα έπιανε σίγουρα. Και ας πέρασε αρκετή ώρα που τίποτα καλό δεν είχε φανεί. Ξαφνικά, κάτι καλό αισθάνεται να αγγίζει το καλάμι του! Ήταν ένα ψάρι, ένα μεγάλο ψάρι! Η χαρά του απερίγραπτη, είχε μόλις εξασφαλίσει το φαγητό όλης της εβδομάδας! Ήθελε να τρέξει να αναγγείλει στη μητέρα του τα ευχάριστα νέα.
Ετοιμάστηκε και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Για πρώτη φορά όμως, αισθάνθηκε την ανάγκη να ατενίσει με μεγαλύτερη χαρά βιτρίνες , να σταματήσει σε μαγαζιά για να αγοράσει πράγματα και δώρα. Ήθελε να μοιραστεί αυτή του τη χαρά.
Άφησε όμως το ψάρι να φαίνεται από μία σακούλα μισάνοιχτη. Και εκείνο μύριζε τόσο όμορφα! Δεν πρόσεξε τις γάτες εκείνης της γειτονιάς που παρασυρμένα από τη μυρωδιά του έσπευσαν να του το φάνε. Μαζεύτηκαν πολλές γάτες με ορμή και ενθουσιασμό. Εκείνος ήταν βυθισμένος στη χαρά του, απολάμβανε την επίτευξη του στόχου του. Και εκείνα έμπηγαν τα νύχια τους στη σάρκα του ψαριού και έκοβαν το σώμα του σε κομμάτια.
Έφτανε στο σπίτι του και η καρδιά του χτυπούσε από χαρά. Ήθελε στη μητέρα του να δείξει αυτό του το κατόρθωμα. Ώσπου ,διαπίστωσε ότι μόνο τα κόκαλα του είχαν απομείνει, οι γάτες εκείνες τίποτα δεν είχαν αφήσει.
Ήθελε να κλάψει , ένοιωσε θυμό και απογοήτευση. Δεν μπορούσε να βρει απάντηση στην ερώτηση: γιατί πάντοτε η χαρά να κρατάει τόσο λίγο!
Ένα μικρό διήγημα που μας έστειλε η δημοσιογράφος Μαρία Σκαμπαρδώνη
Την ευχαριστούμε πολύ