Ο μπακαλιάρος είναι ένα σχετικά μεγάλου μεγέθους ψάρι με μέγιστο μήκος τα 140 εκατοστά και πιο σύνηθες τα 45 εκατοστά. Μπορεί να φτάσει έως και τα 15 κιλά. Το επιστημονικό του όνομα είναι Merluccius merluccius και ανήκει στην οικογένεια των Μερλουκιδών (Merlucciidae).
Ο βακαλάος απαντάται στις περιοχές από τη Νορβηγία και την Ισλανδία έως τη Μαυριτανία και φυσικά σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα (Νότιες ακτές). Συναντάται σε βάθη 30 – 1075 μέτρα, συνήθως 70 – 400 μέτρα.
Το χρώμα του είναι συνήθως γκριζόλευκο, αλλά ποικίλλει από καφέ ως πράσινο ή ακόμα και κόκκινο. Συχνά έχει καφετιά ή κοκκινωπά στίγματα, είτε στο σώμα είτε στο κεφάλι. Ζει στο βυθό κατά τη διάρκεια της ημέρας και τη νύχτα ανεβαίνει σε επιφανειακά θαλάσσια ρεύματα. Τρέφεται με καλαμάρια, αντζούγιες, σαρδέλες, ρέγγες, γαρίδες και άλλα μικρά ψάρια. Αναπαράγεται όλο το χρόνο, αλλά πιο έντονα τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες.
H ονομασία προέρχεται από το πορτογαλικό bacalhau, μιας και οι πρώτοι που το παρατήρησαν ήταν οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι του 16ου αιώνα.
Αλιεύεται κυρίως στον Ατλαντικό, αλλά και στη Μεσόγειο, με δίχτυα και παραγάδια. Μαγειρεμένος θεωρείται εκλεκτό φαγητό, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία είναι το πιο συνηθισμένο ψάρι στο δημοφιλές έδεσμα “fish and chips”. Έχει ευχάριστο άρωμα, χαμηλά λιπαρά, πολλές πρωτεΐνες και πυκνή λευκή σάρκα, που απολεπίζεται εύκολα. Από το συκώτι των βακαλάων παρέχεται το μουρουνέλαιο, το έλαιο του βακαλάου, που αποτελεί σημαντική πηγή για τις βιταμίνες A, D, K και τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα (EPA and DHA).
Η νομοθεσία ορίζει σαν το ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος αλίευσης του είδους τα 20 εκατοστά.