Το λαβράκι είναι ένα μεσαίου μεγέθους ψάρι με μέγιστο μήκος τα 103 εκατοστά και πιο σύνηθες τα 50 εκατοστά. Μπορεί να φτάσει έως και τα 12 κιλά. Το επιστημονικό του όνομα είναι Dicentrarchus labrax και ανήκει στην οικογένεια των μορονιδών (Moronidae).
Σε μερικές περιοχές της Ελλάδας μπορεί να βρεθεί και το Dicentrarchus punctatus το οποίο φέρει πιο έντονες μαύρες κηλίδες στην ράχη σε αντίθεση με το D. labrax.
Το λαβράκι απαντάται στον Ανατολικό Ατλαντικό ωκεανό, από τη Νορβηγία έως το Μαρόκο, τα Κανάρια Νησιά και τη Σενεγάλη. Είναι πολύ γνωστό στη Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα. Συναντάται σε βάθη 10 -100 μέτρα.
Το χρώμα του είναι γκρίζο-ασημί, ενώ τα μικρά ιχθύδια φέρουν μαύρα στίγματα σε πλάτη και πλευρά. Το ασημί είναι λίγο πιο σκούρο στη ράχη και πιο ανοικτό στη κοιλιά (φαινόμενο της αντισκίασης). Είναι ψάρια ευρύαλα και ευρύθερμα, αντέχουν δηλαδή σε μεγάλες μεταβολές αλατότητας και θερμοκρασίας του νερού. Είναι κυρίως ψάρι της ανοικτής θάλασσας, αλλά πλησιάζει σε υφάλμυρα και γλυκά νερά, όπως σε λιμνοθάλασσες και εκβολές ποταμών. Τρέφεται με ψάρια, μαλάκια και καρκινοειδή. Η περίοδος αναπαραγωγής του είδους είναι οι μήνες Ιανουάριος, Φεβρουάριος και Μάρτιος.
Το λαβράκι θεωρείται εκλεκτό ψάρι στην ελληνική κουζίνα, ενώ χρησιμοποιείται για διατροφή και από άλλους λαούς. Μπορεί να μαγειρευτεί με πολλούς τρόπους, πχ. στη σχάρα, στον ατμό, στο φούρνο κ.ά. Στα ελληνικά η λέξη λαβράκι χρησιμοποιείται από τους δημοσιογράφους για να περιγράφουν νέα αποκλειστικά ρεπορτάζ με μεγάλη αξία, μια αναφορά που δείχνει την αξία του συγκεκριμένου ψαριού.
Η νομοθεσία ορίζει σαν το ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος αλίευσης του είδους τα 25 εκατοστά.