Η καθετή είναι μαζί με το πεταχτάρι, μια από τις παλαιότερες τεχνικές ψαρέματος, που πάντα συγκινούσε τους λάτρεις του είδους.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της «πίεσης» που έχει δεχτεί το θαλάσσιο περιβάλλον (υπεραλίευση, μόλυνση, κλπ.), τα αποτελέσματα της καθετής είναι πολύ φτωχά και περιορίζονται κυρίως σε μικρόψαρα δεύτερης κατηγορίας.
Αυτό που θα προσπαθήσω με το άρθρο μου είναι να σας καθοδηγήσω με τις λίγες γνωσεις που διαθέτω σε αυτό το είδος ψαρέματος , ώστε να αυξηθούν οι επιτυχίες σας και να στοχεύσετε σε αξιόλογα θηράματα που μέχρι τώρα ήταν «άπιαστα» όνειρα , τουλάχιστον για ένα μεγάλο ποσοστό των ψαράδων.
ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΚΑΘΕΤΗΣ:
Την καθετή μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με το βάθος ψαρέματος:
- καθετή μέχρι τα 30 μέτρα βάθος, η οποία στοχεύει σε ψαριά μικρού και μεσαίου μεγέθους είτε του βυθού είτε των μεσόνερων.
- καθετή μέχρι τα 60-70 μέτρα βάθος, η οποία ακολούθως διαιρείται σε καθετή με το σκάφος σε κίνηση και σε καθετή με το σκάφος αγκυροβολημένο.
- καθετή έως 200 μέτρα βάθος που είναι το στρώμα βάθους που λίγο πολύ όλοι παραμελούν.
- καθετή σε πολύ μεγάλα βάθη που συνήθως κυμαίνονται από τα 200-500 μέτρα βάθος και γίνεται κυρίως με ηλεκτρικούς μηχανισμούς.
Όλες τις ανωτέρω κατηγορίες επίσης, μπορούμε να τις χωρίσουμε, σε δυο ακόμα βασικές:
- καθετή την ημέρα
- καθετή την νύχτα
Παρότι φαινομενικά, η καθετή είναι ένα πολύ απλό ψάρεμα, στην πραγματικότητα είναι μια πολύ εξειδικευμένη τεχνική, στην οποία πρέπει να είμαστε πραγματικά ακριβείς και αποτελεσματικοί κατά την εφαρμογή της, ώστε να έχουμε τα αποτελέσματα που αναμένουμε. Επειδή λοιπόν, λανθασμένα θεωρούμε ότι είναι ένα πολύ απλό ψάρεμα, όταν μια περιοχή δεν μας δίνει τα αποτελέσματα που ελπίζαμε, ικανοποιούμαστε με δεύτερα και λιγότερο πονηρά ψάρια εφόσον δεν μπορούμε να πιάσουμε τίποτα άλλο, και χωρίς να δοκιμάσουμε διαφορετικές στρατηγικές.
Αναπόφευκτα λοιπόν, πέφτουμε σε μια ρουτίνα και ζούμε το ψάρεμα αυτό πολύ επιφανειακά, χρεώνοντας την αποτυχία μας στην ατυχία της στιγμής, στο ότι τα ψάρια δεν τσιμπάνε ή στο ότι δεν υπάρχουν πια ψάρια στην περιοχή. Βλέποντας όμως διάφορα βίντεο που ήδη σας έχω ανεβάσει κυρίως από την γειτονική χώρα την Ιταλία, θα διαπιστώσατε ότι με την καθετή μπορούν να γίνονται φανταστικές ψαριές και με αξιόλογα θηράματα, ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΤΑΙΕΙ ΛΟΙΠΟΝ; Δεν μπορεί λοιπόν να είναι μόνο θέμα τύχης ή στιγμής. Άρα λοιπον, ο εξοπλισμός μας, τα παράμαλλα μας, τα δολώματα μας και η τεχνική μας, δεν είναι αυτά που πρέπει να είναι. Το μυστικό είναι να εναλλάσσουμε λύσεις και στρατηγικές ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε στιγμής, προσαρμοζόμενοι στα σημάδια που μας στέλνει η θάλασσα και η φύση, γιατί εμείς πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτά και όχι το αντίθετο.
Επίσης, εκτός από τον καθαρά ψαρευτικό εξοπλισμό, τα δολώματα που χρησιμοποιούμε, την τεχνική μας κατάρτιση, πολύ μεγάλη σημασία παίζει και η μορφολογία του βυθού.
Πρέπει λοιπόν να έχουμε και τα κατάλληλα ηλεκτρονικά εργαλεία, ώστε να μπορούμε να εντοπίσουμε, όχι μόνο τον ψαρότοπο και την παρουσία των ψαριών, αλλά και την ακριβή μορφολογία του. Δηλαδή, αν ο βυθός αποτελείται από άμμο, λάσπη, βράχια ή φυκιάδα, γιατί ανάλογα με το είδος του βυθού και το βάθος που ψαρεύουμε, θα προσαρμόσουμε ανάλογα τα παράμαλλα μας και εν γένει την αρματωσιά μας. Δεν θα αναφερθούμε καταρχάς στην καθετή σε πολύ ρηχά και πολύ βαθιά νερά, αλλά την καθετή από τα 30-120 m και η οποία αποσκοπεί σε αξιόλογα θηράματα όπως το σκαθάρι, το σαργό, το φαγκρί, τη συναγρίδα, το λυθρίνι κλπ.
Επειδή παρόλα αυτά και παρότι μειώσαμε τις κατηγορίες, είναι τόσο ατελείωτο το κεφάλαιο της καθετής, που θα αναγκαστώ να σας μιλήσω για την αντιμετώπιση κάθε ψαριού ξεχωριστά όπως έκανα και με το ψάρεμα του σκαθαριού.. Παρόλα αυτά, δεν είναι δυνατόν για το κάθε ψάρι να έχετε διαφορετικό καλάμι ή μηχανισμό, άρα όσο μπορώ σε ότι αφορά τον εξοπλισμό, θα αναφερθώ στα γενικά στάνταρ που ισχύουν.
Στο σημείο αυτό, σας κάνω μια υποσημείωση αναφέροντάς σας ότι μία από τις πιο διασκεδαστικές παραλλαγές της καθετής, είναι το light drifting στο βυθό. Η υπέροχη αυτή τεχνική, εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες της μαλάγρας στο ρεύμα και την παρουσία των δολωμάτων σε στενή επαφή με τον βυθό.
Αν λοιπόν την εξασκήσουμε σε σωστό περιβάλλον και με σωστή τεχνική, θα μας δώσει σημαντικές επιτυχίες με διάφορα είδη αξιόλογων ψαριών. Αυτό είναι ένα ξέχωρο άρθρο μου, με θέμα: «LIGHT DRIFTING» το οποίο έχω δημοσιεύσει.
ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΚΑΘΕΤΗΣ:
ΚΑΛΑΜΙ:
Το ψάρεμα της καθετής ξεκίνησε με την πετονιά στο χέρι, η οποία ήταν τυλιγμένη σε έναν φελλό, αλλά η εξέλιξη της ερασιτεχνικής αλιείας επηρέασε όπως ήταν αναμενόμενο και αυτή την τεχνική, εισάγοντας καλάμια και μηχανισμούς, φέρνοντας κυριολεκτικά μια επανάσταση στην φιλοσοφία αυτού του ψαρέματος.
Επιλέγοντας ένα καλάμι για καθετή, σημαίνει ανάλυση ορισμένων παραγόντων, ακόμη και υποκειμενικών. Πρώτα πρέπει να εξετάσουμε τον τύπο του σκάφους ανάλογα με το μέγεθός του, θα επιλέξουμε ένα περισσότερο ή λιγότερο μακρύ καλάμι, ώστε και από τη μια να είναι χρηστικό και από την άλλη να μας βολεύει στην μετακίνηση μας στο σκάφος. Ένα πολύ μικρό καλάμι περιορίζει το εύρος λειτουργίας της τεχνικής αυτής, καθώς αδυνατούμε αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε πολύ μακριά παράμαλλα, από την άλλη όμως, ένα πολύ μεγάλο καλάμι είναι ακατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί σε μια βάρκα. Γενικά, τα καλάμια μεταξύ τριών (3) και τεσσάρων (4) μέτρων θεωρούνται τα πιο χρηστικά. Παρόλα αυτά, στους αγώνες καθετής χρησιμοποιούνται και καλάμια των πέντε (5) μέτρων
Η ιδανική δράση είναι η κορυφή, με προσπάθεια έλξης μόνο στο ένα τρίτο του μήκους. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι τώρα κοινό σε όλα τα καλάμια της καθετής, επιτρέποντας το ψάρεμα με σημαντικό βάρος μολυβιού, αφήνοντας μόνο το τελευταίο μέρος του εργαλείου να λειτουργήσει. Το καλάμι για την καθετή, πρέπει να έχει μια δράση (action) από 80-200g και να είναι εφοδιασμένο με πολύ ευαίσθητη πολύχρωμη κορυφή, κατά προτίμηση από υαλονήματα. Θα ήταν πολύ χρήσιμο ,για μένα απαραίτητο, το καλάμι να μπορεί να αλλάζει κορυφές ώστε να έχουμε μία μεγάλη ποικιλία κορυφών, με διαφορετικό action η κάθε μία, ώστε ανάλογα με το βάθος, τα μολύβια και το είδος που θέλουμε να ψαρέψουμε, να τοποθετούμε την κατάλληλη κορυφή. Επίσης, το σώμα του καλαμιού πρέπει να μπορεί να αντέξει τις συνεχείς και έντονες καταπονήσεις, ώστε να αντιμετωπίζει χωρις πρόβλημα, το κάθετο μάζεμα ακόμα και πολλαπλών θηραμάτων. Οι κατασκευαστές λοιπόν, συνειδητοποίησαν τα καλάμια από άνθρακα, το οποίο αντικαθιστά το παλιό αξιοθαύμαστο με ίνες από γυαλί, δίνει μια απαράμιλλη δύναμη και αξιοπιστία.
Τα δαχτυλίδια, ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του καλαμιού μπορούμε να πούμε, καθώς εκεί πάντα μας προκύπτουν οι πρώτες ζημιές, πρέπει να είναι άριστης ποιότητας με πλαίσιο ανοξείδωτο, ή ακόμα καλύτερα από τιτάνιο και το εσωτερικό να είναι από άνθρακα –πυριτίου (SIC), ώστε να αποφεύγεται η υπερθέρμανση από την συχνή χρήση του νήματος
Ακόμα και σε αυτό το σημείο πρέπει να εμπιστευτείτε τα δαχτυλίδια να είναι fuji, καθώς ο
ιαπωνικός αυτός κολοσσός κατασκευάζει τα καλύτερα δαχτυλίδια στον κόσμο. Για να καταλάβετε
την διαφορά των δαχτυλιδιών fuji, σας αναφέρω με κάθε επίγνωση των όσων λέω ότι είναι
προτιμότερο να επιλέξετε ένα δαχτυλίδι alconite της Fuji παρά ένα κινέζικο sic.
Eπίσης, είναι προτιμότερο τα δαχτυλίδια να έχουν διπλό στήριγμα και επίσης να δώσουμε
σημασία και στην διάμετρο των δαχτυλιδιών, ώστε να επιτρέπουν με την μεγαλύτερη δυνατή
ομαλότητα την διέλευση του νήματος.
Αυτά είναι χαρακτηριστικά εξειδικευμένων προϊόντων. Το καλάμι μας δηλαδή πρέπει να είναι γι
αυτή την τεχνική κι αναγνωρισμένης ποιοτικής εταιρίας, ώστε να μην ψαρεύουμε με βουβά
καλάμια ή με καλάμια που λυγίζουν υπερβολικά στο μάζεμα, ακόμα κι αν δεν έχουμε πιάσει ψάρι.
Χαρακτηριστικά ποιοτικά καλάμια σας αναφέρω, τα αιώνια και πολυχρηστικά: Tatanka,
Gorilla Boat & F1 της Tubertini, αλλά και τα Titanic 4010 της Artico, ισχυρά και προοδευτικά
καλάμια, σε τρία κομμάτια, η δομή των οποίων είναι ικανή να συμβιβάσει όλες τις παραπάνω
τεχνικές. Επίσης υπάρχουν και πολύ πιο οικονομικά καλάμια καθετής, όπως είναι το shimano
spaedmaster, το shimano nexave και άλλα πολλών εταιριών. Έχοντας χρόνια να ασχοληθώ με
την καθετή, σίγουρα θα έχουν βγει και πιο ποιοτικά και εξειδικευμένα καλάμια, που μπορείτε να
τα αναζητήσετε στα καταστήματα αλιείας.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ:
Ο μηχανισμός, κατά προτίμηση, πρέπει να είναι σταθερού τυμπάνου με δυνατά και αξιόπιστα φρένα και με την κλασσική σχέση περιστροφής, τουλάχιστον 3,8-4,1. Επίσης καλό είναι να διαθέτει σύστημα αντεπιστροφής (για να αντιμετωπίσουμε ένα μεγάλο και μη αναμενόμενο θήραμα).
Εκτός των παραπάνω χαρακτηριστικών, ο μηχανισμος πρέπει να είναι με τις κατάλληλες διαστάσεις, αρκετά δυνατός, όχι όμως πολύ μεγάλος, για να μην χαλάει την ισορροπία του καλαμιού και να μην μας κουράζει υπερβολικά. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να διαθέτει μακριά μανιβέλα, για πιο εύκολη και ξεκούραστη ανάκτηση. Σας προτείνω λοιπόν, να εμπιστευτείτε με λίγα λόγια, έναν μηχανισμό 5.000-10.000 σταθερού τυμπάνου, αναγνωρισμένης και αξιόπιστης εταιρείας.
Ενδεικτικά, σας αναφέρω τα εξαιρετικά Shimano, της σειράς Technium ή Power Aero, τα οποία έχουν ενσωματώσει το πολύ χρήσιμο για την τεχνική σύστημα αντεπιστροφής, όπως επίσης και το κορυφαίο για μένα και αρκετά οικονομικό για την ποιότητα του Penn battle II επίσης και το sargus II της penn που είναι και αυτή μια αξιόπιστη και ακόμα ποιο οικονομική λύση.
Τον μηχανισμό αυτόν φυσικά, θα τον γεμίσουμε με νήμα, καθώς είναι απαραίτητο σε μια τεχνική όπως η καθετή, στην οποία είναι πολύ σημαντικός ο περιορισμός της υδροδυναμικής αντίστασης. Με αυτόν τον τρόπο (νήμα), μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ελαφρύτερα μολύβια, ακόμα και όταν ψαρεύουμε αγκυροβολημένοι. Ο γνωστός πρωταθλητής ψαρέματος Domenico Salvatori χρησιμοποιεί πάντα νήμα σε όλους τους αγώνες καθετής που συμμετέχει.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό πλεονέκτημα του νήματος έναντι της πετονιάς, είναι η απόλυτη απουσία μνήμης. Δηλαδή το νήμα δεν παρουσιάζει ούτε ελαστικότητα, ούτε μηχανική μνήμη και έτσι μόλις το ψάρι ακουμπήσει το δόλωμα, το νήμα μεταδίδει αμέσως το άγγιγμα στο καλάμι, ακόμα και από βάθος πάνω από 300 ή και 500 ακόμα μέτρα. Μιας και αναφέρθηκα στο νήμα, θα σας αναφέρω και τα μειονεκτήματα του, καθώς πάντα κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι δεν έχει καθόλου ελαστικότητα, μπορεί να προκαλέσει σε ένα απότομο φευγιό του ψαριού το σπάσιμο του παράμαλλου. Σκεφτείτε πόσο μαλακώνει τα φευγιά και τις κεφαλιές ένα κοινό νάιλον με την ελαστικότητα του.
Χρησιμοποιώντας το νήμα, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και χρειάζεται προσοχή και αρκετή εμπειρία, έτσι ώστε το ψάρι να μην σπάσει αμέσως την πετονιά μας. Για να αντιμετωπίσουμε αυτό το φαινόμενο και για τα βάθη στα οποία αναφερόμαστε, στο τέλος της μάνας θα προσθέσουμε ένα κομμάτι πετονιάς άριστης ποιότητας με μήκος 8-15 m, ως αμορτισέρ στην όλη κατασκευή (shock leader). Επειδή η χωρητικότητα της μπομπίνας συνήθως είναι πολύ μεγάλη, είναι ανώφελο να τυλίξουμε ένα (1) km πανάκριβο νήμα για να ψαρεύουμε σε 50 m βάθος, για τον λόγο αυτόν λοιπόν, πρώτα και πριν τυλίξουμε το νήμα, θα βάλουμε στην μπομπίνα μια βάση από φτηνή νάιλον πετονιά.
Με λίγα λόγια θα ακολουθούμε την εξής σειρά: πετονιά, νήμα και ένα κομμάτι shock leader. Άρα λοιπόν, θα χρειαστούμε να κάνουμε δύο κόμπους, από πετονιά σε νήμα και από νήμα σε πετονιά. Οι δύο (2) αυτοί κόμποι έχουν αντίστροφη βάση, πρόκειται για δύο (2) πανομοιότυπες ουσιαστικά λειτουργίες, με μια πολύ όμως σημαντική διαφορά, ενώ ο πρώτος κόμπος, δηλαδή αυτός ανάμεσα στην βάση από νάιλον και στο νήμα δεν είναι τόσο σημαντικός, καθώς δεν πρόκειται να βγει από τον μηχανισμό, ο δεύτερος ανάμεσα στο νήμα και στο shock leader, είναι ζωτικής σημασίας, καθώς θα δέχεται συνεχώς πιέσεις και είναι ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία της αρματωσιάς μας.
Για τη σύνδεση λοιπόν αυτή, θα χρησιμοποιήσουμε τον κόμπο διπλό Uni, απλώς θα προσθέσουμε πολύ περισσότερα περάσματα –σπείρες (από τα 3-4 που απαιτούνται) και θα τα κάνουμε 8-10, μόνο όμως από την πλευρά του νήματος και όχι από την πλευρά της πετονιάς. Επίσης, στο τέλος, καλό θα ήταν να ενισχύσουμε τον κόμπο, είτε με μια σταγόνα κυανοκραλικής κόλλας, είτε χρησιμοποιώντας το γνωστό μανό για νύχια.
Σε περίπτωση που χρησιμοποιήσετε κυανοκραλική κόλλα, να ξέρετε ότι δεν είναι κατάλληλες όλες και μπορεί αντί για ενίσχυση του κόμπου να σας προκαλέσουν την εξασθένηση του. Μια από τις πιο ειδικευμένες της αγοράς είναι η γνωστή LOCTITE 406. Τελευταία, έχουν βγάλει πολλές εταιρείες, συστήματα για την τέλεια κατασκευή και συναρμολόγηση του κόμπου, ώστε να μην υπάρχει καμία περίπτωση συρσίματος.
Επανερχόμαστε λοιπόν στον μηχανισμό, τον οποίο θα γεμίσουμε με 300 m νήμα, που να κυμαίνεται από 0,16-0,25 mm. Στο νήμα θα εφαρμόσουμε, όπως σας προανέφερα, ένα κομμάτι 8-15 m (shock leader) πετονιάς άριστης ποιότητας, με διάμετρο 0,35-0,62 mm και μάλιστα, προτιμότερες είναι οι συσκευασίες που αναφέρουν τη χρήση του Fluorocarbon, ως shock leader.
Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε είτε τετράκλωνο, είτε οχτάκλωνο νήμα, ανάλογα με την οικονομική σας δυνατότητα. Πρέπει όμως να γνωρίζετε, ότι αυτό που ισχύει για το νήμα, ισχύει βέβαια και για όλον τον εξοπλισμό, δηλαδή, όσο πιο ποιοτικά , που δυστυχώς συνεπάγεται και ακριβά εργαλεία , τόσο εξασφαλίζεστε απέναντι σε κάθε ψαρευτική πρόκληση και τόσο ευκολότερα και τελειότερα θα εξασκείτε την τεχνική.
Για το μήκος των παράμαλλων, το πάχος τους και συγκεκριμένα το τελευταίο μέρος της αρματωσιάς, δεν υπάρχουν στάνταρ κανόνες, καθώς θα προσαρμόζονται ανάλογα με το θήραμα στο οποίο αποσκοπούμε. Σίγουρα όμως, το παράμαλλο θα αποτελείται από κορυφαίας ποιότητας Fluorocarbon. Επίσης τα αγκίστρια, θα προσαρμόζονται και αυτά στο θήραμα που αποσκοπούμε, καθώς το κάθε ψάρι έχει διαφορετικό στόμα και διαφορετικό τρόπο τσιμπήματος, άρα χρειάζεται και το ανάλογο αγκίστρι.
Αυτά είναι τα βασικά του εξοπλισμού μας, που μόνα τους όμως, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να μας δώσουν την ώθηση που επιζητούμε.
Δίνοντας σημασία λοιπόν μόνο στα βασικά, θα παραμείνει μία «ρηχή» τεχνική καθετής.
Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, θα δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στα λοιπά αξεσουάρ, που αυτά εν τέλει θα κάνουν τη διαφορά, όπως λέμε «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», ή αν το θέλετε αλλιώς, «οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά».
Ακόμα και το σχήμα, η ποιότητα και η σχεδίαση του μολυβιού (το υποτιθέμενο απλότερο όλων), παίζει το ρόλο του. Όπως προανέφερα, θα χρειαστεί να έχουμε πάντα μαζί μας πολλά διαφορετικά παράμαλλα. Απαραίτητο είναι λοιπόν, να προμηθευτούμε μία σειρά ειδικών φελλών, όπου θα τυλίγουμε το κάθε παράμαλλο ξεχωριστά, που σαφώς πρέπει να είναι στρογγυλού σχήματος και όχι παραλληλόγραμμου, για να μη δημιουργούνται τσακίσεις.
ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ:
Διαφόρων τύπων και μεγεθών: τα αγκίστρια παίζουν καθοριστικό ρόλο στη σύλληψη του θηράματος, οπότε πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στο σχήμα τους, στο μέγεθος και στις αντοχές τους, καθώς κάθε ψάρι έχει διαφορετική μορφολογία στόματος και επιτίθεται με διαφορετικό τρόπο. Ας μην ξεχνάμε, ότι το αγκίστρι είναι το σημείο επαφής ανάμεσα στον ψαρά και το ψάρι, αν και είναι αλήθεια, ότι καλώς ή κακώς, πάρα πολλές φορές ψαρεύουμε με ακατάλληλο εξοπλισμό. Κάθε αγκίστρι, έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Υπάρχουν αγκίστρια με τρομερή διεισδυτική αιχμή, που έχουν όμως την τάση να σπάζουν αν αντιμετωπίσουν σκληρούς ουρανίσκους. Επίσης, υπάρχουν αγκίστρια που με το σχήμα τους επιτρέπουν εξαιρετικό κάρφωμα, αλλά τείνουν να ανοίγουν, εάν δεχθούν ισχυρή πίεση. Το κάθε δόλωμα, από την άλλη πλευρά, θέλει το δικό του αγκίστρι, επί παραδείγματι: α) αγκίστρια που είναι κατάλληλα για μοντάρισμα τεχνικών δολωμάτων, β) αγκίστρια κατάλληλα για ζωντανά δολώματα, γ) αγκίστρια για ψαροδόλια και λοιπούς δόλους. Πρέπει λοιπόν ο ψαράς, έχοντας υπ’όψιν του τα θηράματα στα οποία απευθύνεται, να διαλέξει και το κατάλληλο αγκίστρι. Επειδή μιλάμε συγκεκριμένα για το ψάρεμα της καθετής, παρακάτω θα αναφερθούμε μόνο στα κατάλληλα για αυτήν αγκίστρια.
- Αγκίστρι Crystal
Είναι εξαιρετικό, απέναντι σε όλα τα είδη, με σχετικά μικρή και στενή στοματική κοιλότητα, επίσης με λεπτό λαιμό, ώστε να διαθέτει εξαιρετική ικανότητα διείσδυσης. Προσφέρεται για να το χρησιμοποιούμε με σχετικά λεπτά παράμαλλα. Χάρη στα παραπάνω χαρακτηριστικά του, αποδεικνύεται κατάλληλο για να δολώνουμε αρκετά μαλακά δολώματα (π.χ. σκουλήκια). Χρησιμοποιείται πολύ στον αγωνιστικό τομέα, για την αναζήτηση, κυρίως των ειδών που βρίσκονται στα μεσόνερα (μελανούρια, γόπες κλπ.) και για ψάρια του βυθού βέβαια, μικρών διαστάσεων, όπως πέρκες, χάνοι, σπάροι και άλλα. - Αγκίστρι Beak Το αγκίστρι αυτό, αποτελεί εδώ και χρόνια, αναπόσπαστο κομμάτι το εξοπλισμού όλων των οπαδών του ψαρέματος και του σκάφους. Είναι γερό, ανθεκτικό στην πίεση, έχει αρκετά έντονο αρπάδι και διαθέτει σημαντικές ικανότητες κρατήματος, λόγω του εξαιρετικού σχεδιασμού του λαιμού και της γυριστής αιχμής του. Είναι ιδανικό για την δόλωση της σαρδέλας, που αν δολωθεί ολόκληρη με βελόνα δόλωσης, σε συνδυασμό με το αγκίστρι αυτό, είναι η τέλεια λύση όταν αναζητούμε φαγκριά, συναγρίδες, μεγάλους ροφούς και λοιπά θηράματα, που κατοικούν σε ναυάγια ή βαθύτερα νερά.
- Ημικυκλικό αγκίστρι Με τον καινοτόμο του σχεδιασμό, το αγκίστρι αυτό έχει κερδίσει την προσοχή πολλών ψαράδων, καθώς έχει τη δυνατότητα να πιάνει ψάρια που έχουν μεγάλο στόμα, όπως παραδείγματος χάρη, τα χριστόψαρα και οι σκορπιοί και επίσης λύνει το μεγάλο πρόβλημα του ξαγκιστρώματος, όταν ψαρεύουμε είδη με ευαίσθητη στοματική κοιλότητα, π.χ. το σαφρίδι.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, χρησιμοποιείται συχνά για την κατασκευή των τσαπαρί, καθώς καταφέρνει να διεισδύει σταθερά, ακόμη και με μικρή πίεση. Εξαιτίας του εξαιρετικού του κρατήματος, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε στην προετοιμασία παράμαλλων, που προορίζονται για να ψαρέψουμε κυρίως λυθρίνια σε βαθιά νερά. - Αγκίστρι Aberdeen Το αγκίστρι αυτό, αποτελεί επίσης αναπόσπαστο κομμάτι του εξοπλισμού όλων των οπαδών της καθετής, καθώς έχει μια ιδανική αναλογία στο σχήμα του, όπου σε ένα αρκετά μακρύ σώμα, αντιτάσσεται μία ευρεία και σχετικά φιλόξενη καμπύλη.
Κατάλληλο για να δολώσουμε ολόκληρη σαρδέλα, της οποίας έχουμε αφαιρέσει ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά και θα την έχουμε στερεώσει πάνω στο αγκίστρι, με το ειδικό ελαστικό νήμα. Επίσης, προσφέρεται τέλεια για να δολώσουμε φιλέτο σαρδέλας, που θα προτείνουμε κυματισμό στη γραμμή του ρεύματος. Το αγκίστρι αυτό έχει κρίκο και στα μεγάλα του μεγέθη ενδείκνυται για τα μεγάλα αρπακτικά του βυθού (ροφούς, συναγρίδες, μουγγριά, βλάχους κλπ.). - Αγκίστρι Round Το αγκίστρι αυτό είναι το αγαπημένο μου, καθώς χαρακτηρίζεται από ένα αρκετά χοντρό σύρμα, με οξεία κωνική αιχμή, με σχετικά διεισδυτική γωνία, με αρκετά πλατιά καμπύλη και σώμα με μεσαίο μήκος. Λόγω των ανωτέρω χαρακτηριστικών, θεωρώ -και είναι- αποτελεσματικότατο, σε όλες σχεδόν τις τεχνικές ψαρέματος από το σκάφος. Έχει απροβλημάτιστη λειτουργία, ακόμα και αν έχει να αντιμετωπίσει πραγματικά ασυνήθιστα σαγόνια. Αποδεικνύεται εξαιρετικό, κυρίως με τα μεγαλύτερα σπαριδή, αφού είναι ικανό να εξασφαλίσει -ακόμα και στα μικρότερα μεγέθη- ένα τέλειο κάρφωμα.
ΜΑΛΑΓΡΩΤΕΣ:
Υπάρχουν πολλών εταιριών μαλαγρωτές όμως οι ποιοτικότεροι είναι της sardomatic οι συγκεκριμένοι μαλαγρωτές, έχουν γεννηθεί από την ιδιοφυή σκέψη του Onanni Spinelli. O οποίος πραγματικά, σκέφτηκε σωστά, ότι η μαλάγρα δεν πρέπει να αφήνεται από την επιφάνεια, αλλά αντίθετα, για να κάνει τα δολώματα να ψαρεύουν πιο γρήγορα, πρέπει απαραίτητα να μαλαγρώνει στο βυθό.
Για να μαλαγρώσουμε, λοιπόν, στο βυθό, χρησιμοποιούμε τρία διαφορετικά είδη μαλαγρωτών:
- Μαλαγρωτής με λεπίδες: Πρόκειται για ένα καλαθάκι από ανοξείδωτο ατσάλι, που στο εσωτερικό του είναι ελεύθερο να τρέχει ένα έμβολο, που φέρει μία σειρά από λάμες. Η λειτουργία του μαλαγρωτή αυτού, έχει ως εξής: τον γεμίζουμε, λοιπόν, με ολόκληρες σαρδέλες και κομμάτια με ξερό ψωμί και τον στέλνουμε κοντά στο βυθό με ένα σκοινί, όπου η κίνηση των ρευμάτων και του σκάφους, θα κάνει το έμβολο να κινείται πάνω κάτω και χάρη στις λάμες, θα λιώσει τις σαρδέλες που βρίσκονται στο εσωτερικό του. Είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός, σε βάθη γύρω στα 50 m και άνω, διότι στα ρηχά νερά, λόγω του θορύβου που προκαλεί, μπορεί να τρομάξει τα πονηρά ψάρια, όπως οι τσιπούρες και οι σαργοί.
- Μαλαγρωτής με διπλό καπάκι: Ο μαλαγρωτής αυτός είναι ένα κυλινδρικό δοχείο από ανοξείδωτο ατσάλι με διπλό καπάκι που μας επιτρέπει να μαλαγρώνουμε ακριβώς κάτω από το σκάφος, επιλέγοντας οι ίδιοι το μέγεθος των κομματιών της σαρδέλας. Η λειτουργία του μαλαγρωτή αυτού, έχει ως εξής: τοποθετούμε στο εσωτερικό του, από πολύ μικρά κομμάτια μέχρι και ολόκληρες σαρδέλες, τον στέλνουμε στο βυθό με ένα λεπτό σκοινί και έπειτα, με ένα απότομο τράβηγμα του σχοινιού που συνδέεται με τον γάντζο του μαλαγρωτή, ανοίγουμε το καπάκι, οπότε και
διασκορπίζονται οι σαρδέλες στον τόπο ψαρέματος. Ο τρόπος που λειτουργεί, μας αναγκάζει να τον ανεβάζουμε στο σκάφος συχνά, για να τον γεμίζουμε. Σε αντίθεση με το μαλαγρωτή με λάμες, ο μαλαγρωτής με καπάκι δεν προκαλεί θόρυβο, άρα μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε και σε ρηχά νερά (κάτω από 50 m). - Μαλαγρωτής για bigattini: αποτελείται από έναν ειδικό διάφανο κύλινδρο, τελείως διάτρητο. Στο κάτω του μέρος του, έχει ένα οικολογικό έρμα (τελείως βιοδιασπώμενο), βάρους περίπου 300 g και στο επάνω μέρος, ένα καπάκι από συνθετικό φελλό, με ένα γάντζο για να δένεται ο σπάγκος. Μπορεί να χωρέσει περίπου 200 g bigattini και να φτάνει στο βυθό, χάνοντας ελάχιστο από το περιεχόμενό του στη διαδρομή. Εάν θέλουμε να μαλαγρώσουμε με
bigattini και στο θαλάσσιο περιβάλλον υπάρχει πλήρης απουσία ρευμάτων, δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσουμε μαλαγρωτή καθώς μπορούμε να κολλήσουμε τα σκουλήκια με ένα ειδικό προϊόν, που χρησιμεύει στο να ετοιμάσουμε «μπαλάκια» από bigattini, που θα τα ρίξουμε στο νερό.
Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τη χρησιμοποίηση της σαρδέλας, σε περίπτωση πλήρους απουσίας ρευμάτων. Δηλαδή, χρειαζόμαστε ένα ψαλίδι, με το οποίο θα κόψουμε τη σαρδέλα σε κομμάτια και θα την πετάμε στη θάλασσα. Όταν μιλάμε για μαλάγρωμα, θεωρούμε δεδομένο το γεγονός ότι το σκάφος μας θα είναι αγκυροβολημένο από την πλώρη και τελείως ακίνητο. Καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, το σκάφος μας θα απομακρύνεται από το σημείο στο οποίο αρχίσαμε να μαλαγρώνουμε.
Πριν ξεκινήσει το μαλάγρωμα, πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στην ένταση των ρευμάτων καθώς και στη διεύθυνσή τους. Διότι, μπορείτε εύκολα να πέσετε στην παγίδα, δηλαδή η βάρκα να προσανατολιστεί ανάλογα με τη διεύθυνση του ανέμου, ενώ το ρεύμα να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεδομένο είναι βέβαια, ότι προ παντός θα σιγουρευτούμε ότι η άγκυρά μας έπιασε καλά στο βυθό.
Αυτές οι συσκευές μαλαγρώματος, είναι πραγματικά πολύ χρήσιμες, όσο αυξάνεται το βάθος. Αφού είναι πολύ περίπλοκο, αν όχι αδύνατο, να πείσουμε τα θηράματα του βυθού να ξεκολλήσουν από αυτόν, για να τραφούν με τη μαλάγρα, λόγω του θερμοκλινούς – ενός φυσικού ορίου για όλα τα ψάρια του βυθού.
Μιας και αναφερθήκαμε λοιπόν στους μαλαγρωτές, θα αποκωδικοποιήσουμε το κεφάλαιο μαλάγρα.
To μαλάγρωμα, κυρίως λόγω τεμπελιάς και ιδιαίτερα στην χώρα μας είναι εντελώς παραμελημένο για να μην πω «άγνωστο». Σαφώς όμως, αποτελεί μια από τις περισσότερο αποφασιστικές ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιήσετε στο ψάρεμα της καθετής, αν θέλετε βέβαια να έχετε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Όταν το μαλάγρωμα γίνεται κατευθείαν στον βυθό με τους μαλαγρωτές που σας ανέφερα, ή με σακιά λιωμένης σαρδέλας, ερεθίζει τα ψάρια της περιοχής και τα προσελκύει ακόμα και όταν βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μακριά από το σκάφος μας. Η ψαριά μας λοιπόν θα αυξηθεί θεαματικά, όχι μόνο σε αριθμό ψαριών αλλά και σε μέγεθος.
Το ηθικό δίδαγμα είναι: ποτέ να μην πηγαίνετε για καθετή χωρίς μαλάγρα και ιδιαίτερα μάλιστα, όταν υπάρχουν κοντά άλλα σκάφη που ψαρεύουν και αυτά, καθώς αν αυτά ρίξουν μαλάγρα, θα μαζέψουν όλα τα ψάρια της περιοχής κάτω από τα δικά τους σκάφη. Σε αυτό το σημείο και όσοι δεν θέλετε να διαθέσετε ή δεν έχετε τα χρήματα να πάρετε έναν μαλαγρωτή, υπάρχουν και οι σακούλες από βιοδιασπώμενο πλαστικό. Αφού τις γεμίσουμε με μαλάγρα και τις βαρύνουμε με κάποια πέτρα, τις στέλνουμε στο βυθό και αφού οι σακούλες λιώσουν σε ελάχιστο χρόνο αφήνουν ελεύθερη την μαλάγρα.
ΜΑΛΑΓΡΑ:
Υπάρχουν έτοιμες μαλάγρες στο εμπόριο, πολύ αποτελεσματικές, οι οποίες κατασκευάζονται μετά από υποδείξεις πρωταθλητών στο είδος και που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε πολύ εύκολα.
Εγώ προσωπικά, σας προτείνω δύο πολύ αξιόπιστες στο είδος εταιρείες, τη γνωστή Shark, όπως και την Antique Pasture.
Υπάρχουν και άλλες αξιόλογες εταιρείες, εγώ όμως, αυτές έχω χρησιμοποιήσει κατά το παρελθόν και μου έχουν δώσει πολύ καλά και πάνω από το αναμενόμενο αποτελέσματα.
Τα προϊόντα αυτά πωλούνται σε σακούλες των 3-5-10kg και άνω. Δεν υπάρχει πρόβλημα στο να τα ετοιμάσουμε, έχουν πολύ καλή απόδοση, χαμηλό κόστος και τέλος, βρίσκονται σε σφραγισμένους απόλυτα κάδους, άρα σε περίπτωση που περισσέψει μαλάγρα, μπορεί άνετα να ξαναχρησιμοποιηθεί. Ο σάκος αυτός με τη μαλάγρα, δένεται συνήθως στην πλώρη, σε βάθος ανάλογο με το είδος των ψαριών που θέλουμε να ψαρέψουμε.
Συγκεκριμένα, τον τοποθετούμε:
α) στην επιφάνεια της θάλασσας, όταν θέλουμε να προσελκύσουμε σκουμπριά, γόπες, κοκάλια, κεφαλόποδα κλπ.,
β) στα μεσόνερα, για να προσελκύσουμε σκαθάρια και κυρίως μελανούρια,
γ) στο βυθό, για τα άλλα είδη ψαριών, που κυρίως είναι τα μεγάλα και αξιόλογα ψάρια που μας ενδιαφέρουν. Στην προκειμένη περίπτωση, που χρησιμοποιούμε, δηλαδή μαλάγρα σε πλαστικό δίχτυ, πρέπει να πάρουμε ορισμένα μέτρα: α) θα βάλουμε στο σκοινί που δένει το σάκο, μολύβια με βάρος, από 0,5-4 kg, ανάλογα με το βάθος που ψαρεύουμε και τη δύναμη των ρευμάτων,
β) επειδή είναι πολύ πιθανόν να δεχθεί επιθέσεις αρπακτικών (σμέρνας, μουγκριών) που θα σκίσουν το πλαστικό δίχτυ, το μόνο αξιόλογο σύστημα, που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, είναι να κλείσουμε το σάκο σε ειδικούς μαλαγρωτές από πλέγμα ανοξείδωτου χάλυβα, που βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο. Ωστόσο, για οικονομικούς κυρίως λόγους αλλά και για την χαρά της δικής σας δημιουργίας, σας προτείνω να κατασκευάσετε τη δική σας μαλάγρα.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΜΑΛΑΓΡΑΣ
Η βάση της μαλάγρας μας, πρέπει οπωσδήποτε να είναι η σαρδέλα, στην οποία μπορούμε να προσθέσουμε ψωμί, λάδι σαρδέλας, αλεύρι, αλεσμένους αχινούς, εντόσθια άλλων ψαριών , άμμο και πίτουρα. Η πιο απλοϊκή μορφή της, που όμως παραμένει αποτελεσματικότατη, είναι η σαρδέλα, το χοντρό αλάτι και το πίτουρο. Τα επιπλέον συστατικά (εντόσθια ψαριών, σπασμένοι αχινιοί κλπ) που μπορεί να προστεθούν σε αυτά τα κύρια, βελτιώνουν τη μαλάγρα μας, αλλά δεν είναι καθοριστικής σημασίας.
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, για να ετοιμάσουμε αυτό το μίγμα μαλάγρας, αυτό που πρέπει καταρχήν να κάνουμε, είναι να ψιλοκόψουμε ή να λιώσουμε τη σαρδέλα. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους, αλλά ο πιο αποτελεσματικός είναι με τη χρήση ενός ειδικού εργαλείου με λάμες, το οποίο τοποθετούμε σε ένα κοινό δρέπανο και έτσι, μπορούμε μέσα σε έναν πλαστικό κουβά, να αλέσουμε αποτελεσματικά τη σαρδέλα. Αν θέλουμε το μίγμα μας ακόμη πιο πολτοποιημένο, περνάμε τις σαρδέλες από μια μηχανή του κιμά.
Για τα βασικά συστατικά της μαλάγρας, χρησιμοποιούμε: 8-10 kg σαρδέλας και προσθέτουμε χοντρό αλάτι σε αναλογία 1:1 ( 1kg αλάτι για κάθε κιλό μίγματος) και πίτουρο (το οποίο βρίσκουμε στο super market).
Κλείνοντας με το θέμα μαλαγρωτές και μαλάγρα, θέλω να τονίσω ότι για να δουλεύει σωστά το μαλάγρωμα, δεν πρέπει να γίνεται μόνο στο βυθό (για τα ψάρια βυθού), αλλά από τα μεσόνερα μέχρι το βυθό.
Οπότε λοιπόν, όπως καταλαβαίνετε, χρειαζόμαστε δύο μαλαγρωτές, έναν για το βυθό και έναν με πλαστικό δίχτυ (λιωμένη μαλάγρα) για τα μεσόνερα. Κατά γενικό κανόνα, πρέπει να γεμίζουμε τους μαλαγρωτές με τις λάμες, κάθε δύο ώρες περίπου.
ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΙΟ
Όπως είπαμε, στην περίπτωση που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μαλάγρα, είναι απαραίτητη η αγκυροβόληση του σκάφους. Άρα λοιπόν, πρέπει να έχουμε τη σωστή άγκυρα, το σωστό σχοινί και τη σωστή αλυσίδα. Αφού καθορίσουμε αυτές τις παραμέτρους και πριν ρίξουμε την άγκυρα, θα λάβουμε υπ’όψιν μας την κατεύθυνση του ανέμου και των υδάτων, καθώς δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται η επιχείρηση αγκυροβολίας, ιδιαίτερα στα μεγάλα βάθη και σε αυτό ακριβώς το σημείο, θα πρέπει να κάνουμε έναν διαχωρισμό μεταξύ της « αγκυροβολίας » και στο « ρίξιμο άγκυρας », δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των ψαράδων κάνουν το δεύτερο.
Άγκυρα: Η καταλληλότερη άγκυρα για βραχώδεις βυθούς είναι αυτή με 3-4 βραχίονες, σε σχήμα αρπάγης, με πτυσσόμενα άγκιστρα εξαιρετικής κατασκευής. Η ειδικά φτιαγμένη για επικίνδυνα αγκυροβόλια άγκυρα, αποτελείται από ειδικό κράμα μετάλλων, ώστε αν δεχθεί ισχυρή πίεση, οι βραχίονες (αρπάγες) λυγίζουν και η άγκυρα ξεσκαλώνει από το βυθό. Το κράμα αυτό, είναι ειδικό, ώστε οι βραχίονες (αρπάγες) να λυγίζουν και να επανέρχονται αρκετές φορές, χωρίς να καταστρέφεται η δομή τους.
Σε περίπτωση που δεν έχουμε αυτό τον τύπο άγκυρας και για να αποφύγουμε κάποια περιπέτεια (σκάλωμα άγκυρας), θα χρησιμοποιήσουμε το απλό και πολυχρησιμοποιούμενο τέχνασμα, το οποίο είναι το εξής: πιάνουμε την άκρη της αλυσίδας με ένα ναυτικό κλειδί, στο πίσω μέρος της άγκυρας (έναν βραχίονα) και έναν κρίκο της αλυσίδας, με ένα γερό σπάγκο, στο μπροστινό μέρος της άγκυρας. Όταν θέλουμε να ανακτήσουμε την άγκυρα και αυτή έχει σκαλώσει, πάμε με το σκάφος μας κάθετα σε αυτήν και τραβάμε απότομα και με πολλή δύναμη, ώστε να σπάσουμε το σπαγκάκι, που είναι δεμένος ο κρίκος της αλυσίδας. Όπως καταλαβαίνετε, μετά, έχουμε την δυνατότητα να τραβήξουμε την άγκυρα από το πίσω της μέρος, ξεμαγκώνοντάς την ακαριαίως.
Ένας γενικός θαλασσινός κανόνας, αναφέρει ότι η άγκυρα πρέπει να έχει βάρος 1kg για κάθε μέτρο μήκους του σκάφους. Για παράδειγμα, σε ένα σκάφος 5 m η άγκυρα πρέπει να ζυγίζει 5 kg. Αυτός ο κανόνας αφορά βέβαια ιδανικές καιρικά συνθήκες. Επειδή συχνά όμως, αντιμετωπίζουμε απρόβλεπτες καταστάσεις (αέρα, κυματισμό, ρεύματα), καλύτερα να υπερβάλλουμε τα μεγέθη, παρά να υπολειπόμαστε.
Αλυσίδα: Στην άγκυρα θα προσθέσουμε μία αλυσίδα, που σκοπό έχει να βαραίνει το επάνω τμήμα της, για να πιάνει καλύτερα στο βυθό και να την κρατάει πιο σταθερή, αφού μαγκώσει. Συνήθως χρησιμοποιούμε ένα κομμάτι αλυσίδας, με διάμετρο 6-8 mm και μήκος τουλάχιστον όσο το μήκος του σκάφους.
Σχοινί άγκυρας: Στην περίπτωση αυτή θα προτιμήσουμε λεπτά σκοινιά, ώστε από τη μία μεν να μην έχουν μεγάλη αντίσταση στο νερό, και από την άλλη να καταλαμβάνουν όσο το δυνατόν λιγότερο χώρο στο σκάφος. Πρέπει να έχουμε τουλάχιστον 300 m σκοινί, για να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε συνηθισμένη περίπτωση.
Σωστό σημείο αγκυροβόλησης: Αυτό είναι και το δυσκολότερο όλων, καθώς δεν είναι εύκολη επιχείρηση, όπως σας έχω προαναφέρει και ιδίως όταν το βάθος είναι πάνω από 30 m. Αφού καθορίσουμε το σημείο του βυθού στο οποίο θα ψαρέψουμε, ρίχνουμε μια σημαδούρα στο σημείο με ένα βαρίδι. Στην συνέχεια, απομακρυνόμαστε λίγο από αυτήν, με κατεύθυνση κόντρα στον άνεμο και σταματάμε το σκάφος για να δούμε δηλαδή όταν μας παρασύρει ο άνεμος και τα ρεύματα, αν θα πέσουμε πάνω στην σημαδούρα (στο σημείο που θέλουμε να ψαρέψουμε)
Αν πέσουμε πάνω τότε όλα καλά, ακολουθούμε το ίχνος που έχει αφήσει η πορεία μας στο GPS και ρίχνουμε την άγκυρα στη θάλασσα, μέχρι να φτάσει στο βυθό. Έπειτα, κρατώντας το σκοινί τεντωμένο, τσεκάρουμε αν η άγκυρα έχει μαγκώσει και αφήνουμε άλλα 8-10 m.
Όταν το σκάφος τοποθετηθεί στη σωστή κατεύθυνση για ψάρεμα, θα προχωρήσουμε στις κατάλληλες διορθώσεις, δηλαδή θα αφήσουμε ή θα μαζέψουμε όσο σκοινί χρειάζεται, μέχρι να φτάσουμε στο επιθυμητό σημείο (την σημαδούρα) και θα το δέσουμε στην πλώρη του σκάφους.
Λίγο πριν το δέσουμε στην πλώρη, δένουμε στο σκοινί της άγκυρας ένα ακόμα σχοινί, του οποίου την άκρη δένουμε στην πρύμνη του σκάφους. Σε αυτή την περίπτωση, το σκάφος θα τοποθετηθεί κάθετα στο ρεύμα και θα μπορούμε να ψαρεύουμε άνετα, με το πλευρό στραμμένο προς το σημείο όπου θα ρίξουμε την πετονιά. Αν όμως δεν μας παρασύρει προς την σημαδούρα, θα κάνουμε τις ανάλογες διορθώσεις και με την βοήθεια του GPS, θα βρούμε το ακριβές σημείο που πρέπει να αγκυροβολήσουμε.
Ανάκτηση της άγκυρας: Όταν το ψάρεμά μας τελειώσει, έρχεται η ώρα που πρέπει να μαζέψουμε την άγκυρα. Αυτό είναι και το δυσκολότερο σημείο, καθώς, φανταστείτε, τι σωματική κούραση απαιτεί, για να ανεβάσουμε την άγκυρα, με την αλυσίδα και το σκοινί της, από τόσα μέτρα βάθος. Για να καταφέρουμε την εύκολη ανάκτηση της άγκυρας, θα χρησιμοποιήσουμε ένα απλοϊκό αλλά αποτελεσματικότατο τέχνασμα: παίρνουμε ένα στρογγυλό μπαλόνι, από αυτά που χρησιμοποιούμε και για αγκυροβόλιο και στον πλαστικό του κρίκο, περνάμε έναν ανοξείδωτο ειδικό κρίκο, που βρίσκουμε στα είδη ναυτιλίας και αλιείας.
Πετάμε το μπαλόνι στη θάλασσα, αφού πρώτα έχουμε περάσει το σκοινί του αγκυροβολίου μέσα από τον ανοξείδωτο κρίκο, δένοντάς το μετέπειτα σε ένα σταθερό σημείο του σκάφους και βάζοντας μπροστά τη μηχανή, απομακρυνόμαστε από το μπαλόνι. Το μπαλόνι τότε, δεν ακολουθεί το σκάφος, αλλά πιέζεται προς το βυθό και εμείς, όσο απομακρυνόμαστε, ανακτούμε την άγκυρα, χωρίς κανένα κόπο. Όταν απομακρυνθούμε αρκετά, θα περάσει η αλυσίδα και η άγκυρα από τον ειδικό ανοξείδωτο κρίκο, όπου θα κρεμαστεί από τους βραχίονές της.
Σταματάμε τότε το σκάφος και γυρίζουμε προς το μέρος του μπαλονιού μαζεύοντας το σκοινί του αγκυροβολίου και όταν φτάσουμε στο μπαλόνι, το μαζεύουμε μαζί με την άγκυρα που έχει σκαλώσει. Μπορούμε να κάνουμε ακόμη πιο εύκολη και ξεκούραστη την όλη αυτή διαδικασία, αν προμηθευτούμε ένα σκοινί επιπλέον και όχι βυθιζόμενο.
Δεύτερη άγκυρα: Κατά τη διάρκεια ενός ψαρέματος, μιας ψαρευτικής μέρας, ενδέχεται και πολλές φορές συμβαίνει, να αλλάξει η φορά του ανέμου ή του ρεύματος ή και των δύο μαζί. Η περίπτωση αυτή αντιμετωπίζεται, και έτσι είναι και το πιο ακριβές και σωστό αγκυροβόλιο, ρίχνοντας δεύτερη άγκυρα.
Η διαδικασία της δεύτερης άγκυρας, έχει ως εξής: ρίχνουμε πρώτα την άγκυρα της πλώρης και όταν μαγκώσει, αφήνουμε ακόμη 40 m περίπου σκοινί. Σε αυτό το σημείο ρίχνουμε και την πρυμνιά άγκυρα και τραβώντας το πλωριό σκοινί, θα κάνουμε να μαγκώσει και η άγκυρα της πρύμνης. Έτσι, θα είμαστε απόλυτα σταθεροί, ακόμη και αν αλλάξει η φορά του ανέμου ή των ρευμάτων.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ-ΕΥΡΕΣΗ ΨΑΡΟΤΟΠΟΥ:
Από τη στιγμή που αποφασίσουμε να βγούμε για καθετή, πρέπει από την προηγούμενη μέρα, να έχουμε σχεδιάσει, ανάλογα και με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν και με την εποχή στην οποία βρισκόμαστε, κάθε μας κίνηση.
Αυτό περιλαμβάνει:
- Κατασκευή-συντήρηση παράμαλλων
- Προμήθεια-εύρεση δολώματος
- Απαραίτητος έλεγχος του εξοπλισμού μας
- Οργάνωση του σκάφους και κυρίως, πάνω απ όλα, το σχεδιασμό της διαδρομής που θα ακολουθήσουμε και του ψαρότοπου στον οποίο θα καταλήξουμε.
Όσον αφορά στην οργάνωση του σκάφους, καθοριστικό παράγοντα στην έκβαση μιας ψαρευτικής εξόρμησης, παίζουν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα.
Απαραίτητο όλων, το βυθόμετρο, που θα προτιμήσουμε να είναι όσο το δυνατόν τελευταίας τεχνολογίας, ώστε να έχουμε μεγαλύτερη και καλύτερη αναπαράσταση του βυθού. Ιδιαίτερα, αν ο βυθός είναι άγνωστος σε μας.
Τα τελευταία χρόνια, υπήρξε μία αλματώδης τεχνολογική εξέλιξη στον τομέα των βυθομέτρων.
Έχουμε φτάσει στο σημείο της 3D αναπαράστασης του βυθού, διευκολύνοντάς μας τρομερά, στο να κατανοήσουμε τη μορφολογία μίας ξέρας και εν γένει ενός βυθού.
Καταλαβαίνετε τη σημασία ενός τέτοιου οργάνου, καθώς στην καθετή όπως και στο jigging, το σημαντικό είναι να ξέρουμε πού θα σταματήσουμε και πού θα ρίξουμε τις αρματωσιές μας.
Το βυθόμετρο μας, εκτός από την χρήση ενός ηχοσυστήματος CHIRP πολλαπλών συχνοτήτων, καλό είναι να διαθέτει και μια άλλη βασική συσκευή που είναι εξαιρετικά χρήσιμη, είναι η Structure Scan HD και CHIRP, η οποία παρέχει λεπτομέρειες υψηλής ευκρίνειας ακόμα και σε βάθος 1.000 μέτρων, και η οποία παρέχει επίσης φωτογραφικές εικόνες της δομής του βυθού.
Αυτή τη στιγμή κορυφαία βυθόμετρα θεωρούνται τα Lowrance, τα Simrad, τα Furuno και τα νέα μοντέλα της Garmin, που μας δείχνουν την κίνηση των ψαριών σε πραγματικό χρόνο.
Όμως και οι άλλες εταιρίες του χώρου, έχουν κάνει τεράστια τεχνολογικά βήματα.
Η επιλογή είναι δική σας, εγώ δεν έχω δουλέψει κανένα από αυτά τα βυθόμετρα, έχω ένα παλιό μοντέλο της Koden, που κάποια στιγμή πρέπει να το αλλάξω, γιατί είναι σαν να βλέπεις από τη μια σε ασπρόμαυρη τηλεόραση και από την άλλη σε lcd. Ψάρεψα με το σκάφος ενός φίλου που διέθετε ένα εξελιγμένο βυθόμετρο, και πραγματικά κατάλαβα ότι εγώ είμαι σαν «μονόφθαλμος».
Πριν αποφασίσω θα το ψάξω κι εγώ ποιο πραγματικά μου δίνει καλύτερη απεικόνιση των ψαριών και της μορφολογίας του βυθού.
Είναι πολύ σημαντικό σε έναν λασπώδη π.χ βυθό στα 100 ή 150 μέτρα να μπορείς να διακρίνεις αν υπάρχουν μονόπετρες. Στο δικό μου δεν τις βλέπω ούτε στα 60 μέτρα.
Επίσης, απαραίτητο όργανο είναι ένα GPS plotter, το οποίο θα μας καθοδηγήσει στο σημείο της ψαρευτικής μας δραστηριότητας, όπως επίσης θα μας δώσει τη δυνατότητα να εξερευνήσουμε και να αποθηκεύσουμε νέα σημεία ψαρέματος. Πολλοί μανιώδεις ψαράδες της καθετής, χρησιμοποιούν ακόμη και κάμερα, που είναι το τελειότερο όργανο για να μας δώσει ακριβή απεικόνιση του βυθού, χωρίς κανένα περιθώριο λάθους.
Σήμερα, στο εμπόριο μπορούμε να βρούμε εκπληκτικές κάμερες, τις οποίες μπορούμε να ρίξουμε και να ρυμουλκήσουμε με το σκάφος, μέχρι τηλεκατευθυνόμενα ρομπότ, που ελέγχονται από την επιφάνεια.
Δεν θα παραλείψουμε βέβαια και σε καμιά περίπτωση τους παλιούς ναυτικούς χάρτες, ιδιαίτερα του αγγλικού ναυτικού, όπου εκτός από ξέρες, μας δείχνουν και σημεία ναυαγίων. Χρησιμοποιώντας τα παλιά αυτά γραφήματα, το σημαντικό είναι να μπορούμε να τα διαβάσουμε και να καταλάβουμε τι ακριβώς βλέπουμε. Στους χάρτες με το γράμμα (r), υποδεικνύει ότι ο βυθός είναι βραχώδης, το γράμμα (p) ότι ο πυθμένας είναι χαλικώδης, με το γράμμα (s) είναι ο βυθός αμμώδης, με το γράμμα (m) είναι λασπώδης, με το σύμβολο (α) συνήθως είναι επίπεδος πυθμένας καλυμμένος με φύκια, που αν κοντά βρίσκεται κάποια βράχινη περιοχή, μπορεί να είναι ένας καλός ψαρότοπος.
Αυτά τα εργαλεία, τα τελευταία χρόνια, εδραιώνονται όλο και περισσότερο στις συνήθειες των ψαράδων, καθώς οι διαστάσεις τους, αλλά και το κόστος τους μειώνονται συνεχώς. Παρότι όπως λέμε, «τα εργαλεία κάνουν το μάστορα», όλοι γνωρίζουμε ότι δεν είναι έτσι ακριβώς. Έτσι δεν είναι σαφώς ούτε και στο ψάρεμα. Πέρα λοιπόν από όλα τα παραπάνω, η εμπειρία που έχουμε, οι τεχνικές γνώσεις, καθώς και ένα είδος αντίληψης, μπορώ να πω «ταλέντο», είναι αυτά που τελικώς θα κρίνουν μαζί με τα αξιόπιστα όργανα, την επιτυχή έκβαση μιας ψαρευτικής εξόρμησης. Δίνω όμως ιδιαίτερη σημασία στα ηλεκτρονικά όργανα, καθώς η σύσταση του βυθού είναι αυτή που θα καθορίσει την τεχνική που θα εφαρμόσουμε. Αλλά αυτό που αλλάζει δραματικά, είναι ασφαλώς, η αρματωσιά μας.
Η αναζήτηση ενός άγνωστου σε μας τόπου, γίνεται κυρίως με τη συνδυασμένη χρήση δύο οργάνων, του GPS και του βυθομέτρου.
Ξεκινώντας λοιπόν την πορεία μας, προς μία ξέρα ή ένα ναυάγιο (πραγματικές οάσεις θηραμάτων), έχουμε ως οδηγούς το GPS, το οποίο θα μας οδηγήσει στο σημείο, καθώς και το βυθόμετρο, το οποίο θα επιβεβαιώσει την εύρεσή του.
Η έρευνα, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η μισή δουλειά. Γενικά, οι τεχνητές οάσεις (ναυάγια) και οι φυσικές (ξέρες), είναι σημειωμένες στους ναυτικούς χάρτες. Όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, το σημείο στο χάρτη δεν συμπίπτει με το πραγματικό σημείο στη θάλασσα. Αυτό είναι ένα δεδομένο, το οποίο οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπ’όψιν μας.
Όταν λοιπόν φτάσουμε στο σημείο, θα πρέπει να εξοπλιστούμε με μεγάλη υπομονή και να αρχίσουμε μια λεπτομερή έρευνα με το βυθόμετρο, κάνοντας ομόκεντρους κύκλους ή σταυρωτά περάσματα, μέχρι να βρούμε το ναυάγιο ή την ξέρα.
ΣΥΣΤΑΣΗ ΒΥΘΟΥ-ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΨΑΡΟΤΟΠΟΥ:
Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες βυθών, που είναι οι ακόλουθες:
Βυθός με λάσπη: Ο βυθός με λάσπη είναι εκείνος, που θα επισκεφθούμε πολύ σπάνια, καθώς εκεί θα βρούμε τα λιγότερα θηράματα. Συνήθως μπακαλιάρους, καπόνια και σπάνια κάποιο λυθρίνι ή κάποιο άλλο αξιόλογο ψάρι.
Η στάνταρ αρματωσιά, που χρησιμοποιούμε στη μορφολογία αυτή του βυθού, θα είναι εφοδιασμένη με anti-tangle (που χρησιμοποιείται κυρίως στο carp fishing) και αποκαλείται μικρό σωληνάκι. Αυτό, όντως είναι ένα μικρό σωληνάκι από πλαστικό, μέσα στο οποίο «τρέχει» η μάνα, κρατώντας τα παράμαλλα μακριά, ώστε να μη μπορούν να μπερδευτούν. Με αυτό το σύστημα, η αρματωσιά κρατιέται καλά τεντωμένη, ώστε να ψαρεύει καλά απλωμένη στο βυθό.
Για αυτόν το σκοπό, συνήθως χρησιμοποιείται μάνα από νάιλον με διάμετρο 0,35 mm ή νήμα με διάμετρο 0,20 mm. Η μάνα μπαίνει στο σωληνάκι, και το ενσωματωμένο στριφτάρι συνδέεται στο μολύβι, που θα διαφέρει σε βάρος, σύμφωνα με το ρεύμα και το βάθος του τόπου ψαρέματος. Στη μάνα, κατόπιν δένεται μία στριφτοπαραμάνα που θα χρησιμεύει ως σύνδεσμος μεταξύ μάνας και παράμαλλου.
Η αρματωσιά αποτελείται από μία μάνα από νάιλον με μήκος περίπου 150 εκατοστών στην οποία συνδέουμε δύο παράμαλλα στο πλάι και ένα στο τέλος της με διάμετρο 0,25-0,35 και αγκίστρι Νο 2-6.
Καταλαβαίνετε, ότι επειδή είναι μεγάλο το βάθος, χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, για να αποφεύγονται τα μπερδέματα, και όταν η αρματωσιά πατώσει, θα ψαρεύει τεντωμένη. Στο περιβάλλον αυτό, μπορούμε να ψαρέψουμε είτε αγκυροβολημένοι, είτε αρόδο, που βέβαια στη δεύτερη περίπτωση, ασφαλώς θα πάρουμε περισσότερα ψάρια.
Βυθός με άμμο: Ο αμμώδης βυθός, είναι ουσιαστικά όμοιος με τον λασπώδη, αλλά αντίθετα με αυτόν, βρίσκεται σε σχετικά ρηχά νερά, το πολύ 20 m. Στο βυθό αυτό συναντάμε μουρμούρια μπαρμπούνια και στα μεσόνερα, σκουμπριά, σαυρίδια και γόπες. Στους αμμώδεις βυθούς, συνήθως χρησιμοποιούμε ιδιαίτερες τεχνικές, όπως το νυχτερινό ψάρεμα αρόδο, για μουρμούρες , που δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα, κυρίως αν δολώσουμε αμερικάνικο ή αμμοσκούλικο.
Επίσης, άλλη μία τεχνική, που μπορεί να λειτουργήσει σε αυτά τα βάθη και όχι μόνο στα αμμώδη, είναι εφαρμογή ψαρευτικών συστημάτων που χρησιμοποιούνται συνήθως από την αρχή, για καχύποπτα θηράματα και σε περίεργες περιβαλλοντικές συνθήκες και συγκεκριμένα, η τεχνική του Bolognese.
Το ψάρεμα με Bolognese, μπορεί να αντιμετωπίσει ακόμη και το πιο αρνητικό περιβάλλον της φυκιάδας, που καταρχάς είχα αναφέρει ότι δεν θα ασχοληθώ. Επίσης, εξ αρχής είχα πει ότι δεν θα ασχοληθώ με τα ρηχά και με τα πολύ βαθιά νερά, όμως κάτι τέτοιο, δε θα ήταν σωστό εκ μέρους μου, καθώς δεν βρίσκουμε πάντα τους βυθούς που επιθυμούμε και αναγκαζόμαστε, είτε λόγω αέρα, είτε λόγω μικρού σκάφους, που δεν μπορεί να απομακρυνθεί από την ακτή, να ψαρέψουμε σε περιβάλλοντα που δεν επιθυμούμε, αλλά δυστυχώς αναγκαζόμαστε.
Για να μην αφήνουμε λοιπόν εκκρεμότητες, ας πάμε στο εξοπλισμό για τα βάθη και τα περιβάλλοντα αυτά. Ο εξοπλισμός που θα χρησιμοποιήσουμε είναι ο κλασσικός εξοπλισμός που χρησιμοποιούμε και για ψάρεμα στην ακτή με τεχνική Bolognese. Με τη διαφορά, ότι θα χρησιμοποιήσουμε καλάμια με το μέγιστο action, ώστε να μπορούν να διαχειριστούν χωρίς κανένα πρόβλημα, ψάρια αξιόλογου μεγέθους, που κατά τη σύλληψη, θα αντισταθούν εύκολα και με σημαντική δύναμη. Θα είναι με λίγα λόγια, καλάμια, όπως προείπαμε Bolognese ή εγγλέζικα, με μήκος 4,5-5 m, στις πιο σκληρές τους εκδόσεις, τα οποία είναι κατασκευασμένα ειδικά για θάλασσα.
Οι μηχανισμοί, θα πρέπει να είναι μικροί και όχι πολύ γρήγοροι. Επίσης, να διαθέτουν αξιόπιστα και γερά φρένα. Η μάνα που θα τυλίξουμε στην κομπίνα, θα προτιμήσουμε να είναι ουδέτερου χρώματος ή κόκκινο, με διάμετρο 0,18-0,20 mm και ένα παράμαλλο 0,12-0,14 mm. Υπάρχει περίπτωση, αν τα ψάρια είναι αρκετά καχύποπτα, να χρειαστεί να ρίξουμε και άλλο τη διάμετρο του παράμαλλου. Στην περίπτωση, βέβαια, αυτή θα πρέπει να έχουμε μεγάλη δεξιότητα, γιατί τα εργαλεία είναι όντως πολύ λεπτά.
Οι περαστοί φελλοί που θα χρησιμοποιήσουμε, θα είναι τύπου πένα (stick), εγγλέζικοι και σε σχήμα σταγόνας. Οι πρώτοι είναι καλύτεροι σε ήσυχη θάλασσα και ακίνητα νερά, ενώ οι δεύτεροι να διευκολύνουν, όταν έχουμε ρεύματα που παρασύρουν το παράμαλλο. Τα αγκίστριά μας, τέλος, θα είναι ανάλογα των θηραμάτων που στοχεύουμε, αλλά δε θα ξεπερνούν το νούμερο 12 (κοντόλαιμα).
Όταν εντοπίσουμε την περιοχή, η πρώτη μας κίνηση είναι να αγκυροβολήσουμε. Εφόσον αφήσουμε λίγο αγκυρόσχοινο, θα ξεκινήσουμε το μαλάγρωμα, με βάση άλευρα και
bigattini κοντά στο σκάφος.
Αυτό που είναι απαραίτητο, επίσης, είναι να ρυθμίσουμε την απόσταση στην οποία δουλεύουμε τα δολώματα από το βυθό, επεμβαίνοντας στο stop του φελλού και κάνοντας τις απαραίτητες μετρήσεις, με ένα σκαντάγιο, τύπου Stonfo. Το βυθόμετρο είναι σημαντικά βοηθητικό, αλλά από μόνο του δεν εξασφαλίζει τέλεια ρύθμιση των παράμαλλων.
Για δόλωμα, τέλος, χρησιμοποιούμε κατά προτίμηση bigattini, γαρίδες, φιλέτα γαύρου-σαρδέλας και επίσης, μια σειρά σκουληκιών.
Συνήθως, απ’ ότι έχω παρατηρήσει, τα ψάρια φτάνουν στη μαλάγρα, μετά από 20-30 λεπτά και τότε αρχίζουν και τα τσιμπήματα, τα οποία παρατηρούμε, στο φελλό τον οποίο βυθίζεται.
Τα κύρια θηράματα του αμμώδους βυθού είναι η μουρμούρα και το μπαρμπούνι. Όμως επειδή χρειάζονται ξεχωριστό τρόπο αντιμετώπισης στο ψάρεμά τους, θα ακολουθήσει επεξήγηση σε επόμενα κεφάλαια, όπου θα παρουσιάζεται ο τρόπος ψαρέματος για μεμονωμένα ψάρια, ξεχωριστά.
Επειδή, όμως, αναφέρθηκα στο ψάρεμα με Bolognese ίσως οι περισσότεροι δε διαθέτουν extra καλάμι Bolognese και ίσως να μην έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ένα τέτοιο καλάμι.
Σε αυτή την περίπτωση, είναι καλό να χρησιμοποιήσουμε μία αρματωσιά με δυο αγκίστρια πάνω και ένα αγκίστρι κάτω από το μολύβι. Η μάνα θα είναι πετονιά διαμέτρου 0,30 και τα παράμαλλα θα έχουν μήκος 40 cm, με διάμετρο 0,20-0,25 mm. Θα τα δέσουμε στη μάνα με πολύ μικρά στριφτάρια ή με τις ειδικές χάντρες με τέσσερις τρύπες. Θα τοποθετήσουμε τα παράμαλλα πάνω στη μάνα, σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις.
Το μέγεθος των αγκιστριών εξαρτάται από το μέγεθος του δολώματος που θα χρησιμοποιήσουμε, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση βάζουμε συνήθως αγκίστρια με μέτριο λαιμό και μέγεθος από 4-10 mm.
Χρησιμοποιούμε ιδιαίτερες τεχνικές, όπως το νυχτερινό ψάρεμα αρόδου για μουρμούρες, που δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα, ιδίως αν δολώσουμε αμερικάνικο ή αμμοσκούλικο.
Βραχώδεις βυθοί-τραγάνες:
Αυτές οι μεγάλες εκτάσεις με βράχια, είναι οι αγαπημένοι ψαρότοποι όλων των οπαδών της καθετής. Στην περίπτωση αυτή και ανάλογα με το βάθος που βρίσκονται οι βραχώδεις σχηματισμοί αυτοί, μπορούμε να συναντήσουμε όλα τα είδη ψαριών, από πέρκες, χάνους, σαργούς, μέχρι σκαθάρια, φαγκριά, λυθρίνια και λοιπά αξιόλογα ψάρια.
Το αποδοτικότερο ψάρεμα καθετής γίνεται, όταν αυτές οι ψαρευτικές οάσεις (ξέρες-τραγάνα), βρίσκονται ανάμεσα στα 50-80 m. Πρόκειται για ένα περιβάλλον με σταθερή θερμοκρασία, όπου το φως φτάνει πολύ φιλτραρισμένο και όλα γκριζάρουν. Παρόλα αυτά, ιδιαίτερα το χειμώνα, είναι το κομμάτι της θάλασσας, που φιλοξενεί τα περισσότερα είδη. Σε αυτά τα σημεία, πρέπει να εντοπίσουμε τις περιοχές όπου συνορεύουν, βράχια με λάσπη (ρίβα), καθώς εκεί θα συναντήσουμε τα λυθρίνια, τα φαγκριά, τις συναγρίδες, τα χριστόψαρα και άλλα αρπακτικά του βυθού.
Η κλασσική αρματωσιά για τη μορφολογία του συγκεκριμένου βυθού, θα αποτελείται από νήμα διαμέτρου 0,18-0,20 mm, ωστόσο τα παράμαλλα μπορούν να ποικίλουν από 0,25-0,35 mm και από 20-50 cm σε μήκος. Για να δέσουμε τα παράμαλλα στη μάνα, θα χρησιμοποιήσουμε πάντα πολύ μικρά στριφτάρια ή τρυπητές χάντρες. Τα αγκίστρια δε, θα κυμαίνονται από 2-10, ανάλογα με τα δολώματα και τα ψάρια της περιοχής. Το σημαντικό σε αυτή την αρματωσιά, είναι το μολύβι να είναι πάντα δεμένο στο τέλος της αρματωσιάς, ώστε τα παράμαλλα να δουλεύουν πάντα, πάνω από τα βράχια.
Μεσοπέλαγη ξέρα:
Η μεσοπέλαγη ξέρα είναι μαζί με τους βραχώδεις βυθούς-τραγάνες , το καταλληλότερο περιβάλλον, για οποιοδήποτε είδος ψαρέματος, καθώς είναι πραγματικές οάσεις ζωής στη μέση της θάλασσας, δημιουργούν ένα πλήρες οικοσύστημα, που φιλοξενεί, από τα πιο μικρά ψάρια, μέχρι τα πιο μεγάλα αρπακτικά, περιλαμβάνοντας όλα τα είδη που ζουν μόνιμα σε λασπώδεις και βραχώδεις ιστούς.
Υπάρχουν πολλών ειδών ξέρες, με την ιδανικότερη όλων (όνειρο κάθε ψαρά) η κορυφή της να φτάνει στα 20-25 m από την επιφάνεια και τα τοιχώματά της να πέφτουν σε ποικίλους σχηματισμούς, μέχρι τα 60-90 m στη λάσπη.
Αν η κορυφή της ξέρας χαρακτηρίζεται από την παρουσία μικρών βράχων και ποσειδωνίας, φιλοξενεί μια απίστευτη ποικιλία από ψάρια. Βρισκόμαστε στο βασίλειο του σαργού, του σκορπιού, του σικυού, αλλά και της τσιπούρας και του σκαθαριού που βρίσκονται στο οποιοδήποτε βάθος.
Κατεβαίνοντας στο δεύτερο στρώμα νερού, από τα 25-50 m της ξέρας, το πλήθος των αρπακτικών εμπλουτίζεται με συναγρίδες και ροφούς.
Κατεβαίνοντας στο τρίτο και τελευταίο στρώμα νερού μιας ξέρας, δηλαδή, ανάμεσα στα 50-80 m, μπορούμε να βρούμε όλα τα είδη των αρπακτικών. Ιδιαίτερα, στην «ρίβα» της ξέρας (σύνορα βράχια με λάσπη), συναντάμε τα πάντα, ροφούς, σφυρίδες, λυθρίνια, συναγρίδες, φαγκριά, χριστόψαρα κλπ.
Χρησιμοποιούμε ως στάνταρ αρματωσιά την ακριβώς ίδια, που χρησιμοποιούσαμε και στις βραχώδεις πεδιάδες-τραγάνες, που θα καταλάβετε βέβαια, με το που θα αναφερθώ στον τρόπο ψαρέματος για το κάθε ψάρι ξεχωριστά, θα δείτε ότι τελικά, αυτός ο τύπος της αρματωσιάς, θα χρησιμοποιηθεί πολύ λίγες φορές, παρότι είναι η βασική.
Φυκιάδες:
Είναι μια περιοχή, που συχνά μας δημιουργεί πρόβλημα στο ψάρεμα, καθώς τα φύκια κρύβουν εντελώς τα δολώματα από τα ψάρια. Λύση στο πρόβλημα αυτό, αποτελεί και στην προκειμένη περίπτωση, η χρήση του καλαμιού Bolognese από το σκάφος, όπως με την αρματωσιά, την οποία αναφέραμε και στην ενότητα «αμμώδης βυθοί». Φυκιάδες, βρίσκονται συνήθως κοντά στην ακτή, σε βάθος από 5-50 m. Είναι ένα μέρος που μας δίνει τις λιγότερες επιτυχίες και ως εκ τούτο καλό είναι να το αποφεύγουμε.
Ναυάγια:
Δικαίως θεωρείται ως πραγματική όαση ζωής στη μέση του πουθενά και
προσφέρει ατελείωτες δυνατότητες για κάθε ψάρεμα. Προτιμότερο είναι, αυτό (ναυάγιο) να βρίσκεται σε βάθος από 40-110 m και μάλιστα, αν ακουμπάει σε λασπώδη βυθό, είναι το τέλειο περιβάλλον.
Σε αυτή την περίπτωση, μπορούμε να συναντήσουμε ακόμα και είδη ψαριών που δεν βρίσκονται στην περιοχή.
Αυτό συμβαίνει σαφώς, επειδή τα ναυάγια καταφέρνουν να διατηρούνται σχετικά προστατευμένα, όσον αφορά στην παρουσία θαλάσσιας πανίδας, καθώς δεν είναι δυνατόν, να ψαρευτούν με δίχτυα, σταθερά ή συρόμενα, ούτε με άλλους τρόπους επαγγελματικής αλιείας εύκολα, καθώς είναι ένα επικίνδυνο σημείο για το σύνολο των αλιευτικών εργαλείων.
Αν το ναυάγιο είναι μεγάλο, μία λύση, για να ψαρευτεί σωστά και χωρίς ανεπιθύμητες απώλειες, είναι να ρίξουμε σημαδούρες με έρμα, σε 4 σημεία.
Ωστόσο, ακόμη προτιμότερο είναι να καταγράψουμε το σχηματισμό του ναυαγίου ως πορεία στο plotter μας και να κινούμαστε γύρω από αυτό , ώστε να βρούμε το καταλληλότερο σημείο.
Αυτές οι τεχνητές οάσεις, χρειάζονται ιδιαίτερη αντιμετώπιση, ώστε το ψάρεμα να γίνεται πολύ κοντά (δίπλα του) και ποτέ από πάνω του, καθώς υπάρχουν κοφτερές λαμαρίνες και σίδερα βυθισμένα.
Η αρματωσιά λοιπόν θα είναι ειδικά προσαρμοσμένη, για ένα τέτοιο αφιλόξενο περιβάλλον. Συγκεκριμένα, ο εξοπλισμός μας, πρέπει να είναι ιδιαίτερος και να αποτελείται από ανθεκτικά καλάμια 3-4 m, για να μπορεί να απομακρύνει με ευκολία το ψάρι, που ενδεχομένως θα τσιμπήσει από τις διάφορες ανωμαλίες του ναυαγίου.
Ο συνδυασμός, βέβαια, ενός σκληρού καλαμιού, με ανελαστικό νήμα, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι μία έξυπνη επιλογή. Αλλά, θα αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε νήμα, αν το ναυάγιο βρίσκεται σε βαθιά νερά, με διάμετρο 0,20-0,25 mm. Σε αυτή την περίπτωση, θα χρησιμοποιήσουμε ένα shock leader 8-15 m, με διάμετρο 0,50-0,80 mm αναλόγως την περίπτωση, ώστε να αποφύγουμε να τριφτεί το νήμα στο ναυάγιο, με το πρώτο φευγιό του ψαριού και να κοπεί.
Τα παράμαλλα και σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να είναι ιδιαίτερα απλά, αλλά γερά και αποτελεσματικά. Χρησιμοποιώντας λοιπόν, αξιόπιστα στριφτάρια και χάντρες, μπορούμε να φτιάξουμε τα παράμαλλα που να ταιριάζουν στην περίπτωσή μας.
Η κλασσική αρματωσιά μας, θα αποτελείται από 3 παράμαλλα, μήκους 30-40 cm το καθένα, διαμέτρου 0,35-0,60 mm και με αγκίστρια, από νούμερο 2-4/0. Το δόλωμα που θα χρησιμοποιήσουμε, θα είναι κατά προτίμηση, σαρδέλες, κομμάτια από καλαμάρι ή σκουμπρί και σουπιά.
Επίσης μία άλλη, πολύ καλή αρματωσιά, αποτελείται από ένα παράμαλλο 2 m, με διάμετρο 0,40-0,60 mm και με μια πλεξούδα 10 cm κοντά στο αγκίστρι, το οποίο θα είναι από νούμερο 2-4/0 και το παράμαλλο αυτό, θα συνδέεται με τη μάνα με ένα στριφτάρι. Πριν το στριφτάρι που είναι δεμένο το παράμαλλο, θα υπάρχει ένα συρόμενο μολύβι. Το μολύβι, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αλλάζει συνέχεια (διαφορετικά βάρη), καθώς αλλάζει η ένταση του ρεύματος. Και σε αυτή την περίπτωση, θα δολώσουμε σαρδέλα και κομμάτι καλαμαριού, αρκεί να είναι φρέσκα.
Επειδή στην καθετή πρέπει να αγκυροβολήσουμε κατευθείαν στο ναυάγιο, κρίνεται απαραίτητο, να χρησιμοποιήσουμε αποσπώμενη άγκυρα, ή ακόμα καλύτερα, μια άγκυρα η οποία, εάν δε μπορέσουμε να τη μαζέψουμε, θα μας επιτρέψει τουλάχιστον να ανακτήσουμε ένα μέρος από το σκοινί.
Έτσι, αν και μερικές φορές τα ναυάγια ευθύνονται για καταστροφική μόλυνση, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα, για την ικανότητα της θαλάσσιας ζωής να αναγεννιέται. Αυτές τις τεχνητές κατασκευές λοιπόν, τις συναντάμε σε διάφορα βάθη, ανάλογα με το πού έγινε το περιστατικό-βύθιση. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, καλύπτονται πλήρως από πρωτογενή είδη ζωής και διάφορα ασπόνδυλα που αποτελούν τον πρώτο κρίκο της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας. Σε αυτό το σημείο μπορεί εύκολα ο καθένας μας να αναρωτηθεί, πώς είναι δυνατόν σε ένα κουφάρι ενός βυθισμένου πλοίου να δημιουργείται μια τέτοια θαλάσσια όαση ζωής και μάλιστα να βρίσκουμε πάνω τους ακίνητους οργανισμούς των βράχων (σπόγγους, σπυρογράφους, κοράλλια, πεταλίδες κλπ.).
Η εξήγηση για το γεγονός αυτό, είναι ότι πολλοί θαλάσσιοι οργανισμοί έχουν ένα ζωικό κύκλο που χαρακτηρίζεται από μια πλαγκτονική μορφή κατά τη διάρκεια της οποίας, χάρη στα θαλάσσια ρεύματα κατορθώνουν να φτάσουν και να αποικήσουν σε νέες περιοχές. Γι αυτό βρίσκουμε όλα αυτά τα είδη κολλημένα σε ναυάγια και έτσι ξεκινά αλυσιδωτά, μια τεράστια ποικιλία ζωντανών οργανισμών, τόσο βυθικών όσο και πελαγικών. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι, οι πρώτοι οργανισμοί που εμπλουτίζουν τη ζωή σε ένα ναυάγιο, είναι σε γενικές γραμμές ασπόνδυλοι και ακολουθούν ελκυόμενα από τις εξαιρετικές τροφικές δυνατότητες που προσφέρουν τα ναυάγια, ανώτεροι οργανισμοί.
Έτσι λοιπόν, κρίκο με κρίκο, από τα πρώτα ασπόνδυλα, όπως προανέφερα, περνάμε στα σμήνη από καλογριές και κατόπιν τους ροφούς, τις σμέρνες, τους σικυούς, τα μουγγριά, τους αστακούς και φτάνουμε στις συναγρίδες και τα μαγιάτικα, που επισκέπτονται εκτάκτως τα ναυάγια, ακολουθώντας την πείνα τους.
Ανέκαθεν τα ναυάγια ασκούσαν μια μεγάλη και φαινομενικά ανεξιχνίαστη γοητεία. Ίσως η γοητεία αυτή να οφείλεται στην εξωπραγματική τους κατάσταση, γιατί έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε πλοία να πλέουν, αυτοκίνητα να τσουλάνε και αεροπλάνα να πετάνε. Έτσι, στο βυθό τα ναυάγια φαίνονται σαν φαντάσματα του παραλόγου.
Τα ψάρια βέβαια, που αποσκοπούν περισσότερο στην πρακτικότητα, παρά στη φιλοσοφία και χωρίς να αναρωτιούνται ιδιαίτερα, δείχνουν πάντα μία ιδιαίτερη προτίμηση προς τα ναυάγια. Αυτό, δεν είναι κάτι σουρεαλιστικό, ούτε καθορισμένο από το DNA τους, ούτε σαφώς διακρίνονται για τις φιλοσοφικές και καλλιτεχνικές τους τάσεις.
Αυτό που αναζητούν, για να σοβαρευτούμε, είναι η μεγάλη ποικιλία θαλαμιών και καταφυγίων, που σχηματίζονται μέσα στην πολύπλοκη δομή ενός βυθισμένου πλοίου, ή ακόμα ενός βυθισμένου αεροπλάνου.
Όταν μάλιστα, οι λαμαρίνες αυτές είναι στραβωμένες, από δυστύχημα που προκλήθηκε, οι τρύπες γίνονται απρόσβλητες από τους θηρευτές και από τα δίχτυα των ψαράδων. Στα ναυάγια άλλωστε, η θάλασσα σβήνει γρήγορα τα πένθιμα ίχνη του δράματος του ναυαγίου και μέσα σε λίγους μήνες εγκαθιστά τη δική του ζωή πάνω στο μέταλλο και καταλήγει από πένθιμο, σε ένα τεχνητό περιβάλλον γεμάτο ζωή.
Αυτοί οι οργανισμοί που εμπλουτίζουν τη ζωή σε ένα ναυάγιο και που ακολουθούν τη διατροφική πυραμίδα είναι ψάρια, μαλάκια και οστρακοειδή.
Στοιχείο που παίζει σημαντικό ρόλο στην δημιουργία αυτού του σύμπαντος σε μικρογραφία, είναι τα θαλάσσια ρεύματα που δημιουργούν μια πληρότητα στην ποικιλία, που θυμίζει τους κοραλλιογενείς υφάλους των τροπικών θαλασσών.
Παρατηρώντας λοιπόν όλη αυτή τη φυσικότητα, με την οποία η θάλασσα γεννάει καινούργια ζωή μόλις της δίνεται η ευκαιρία, πρέπει να αναρωτιόμαστε γιατί να μην εκμεταλλευτούμε καλύτερα αυτή τη δυνατότητα
Εννοώ, με λίγα λόγια, γιατί να μην βυθίσουμε παλιά σαπιοκάραβα, που βρίσκονται εγκαταλειμμένα, είτε στις γωνίες λιμανιών είτε σε κάποιο καρνάγιο, είτε ακόμα και σε χωράφια, ώστε να δημιουργήσουμε με δική μας εκούσια παρέμβαση, αυτή την εξαιρετικά εμπλουτισμένη σε ζωή θαλάσσια όαση.
Σε πολλές χώρες, έχει γίνει εν μέρει αυτό, όχι με την βύθιση σαπιοκάραβων, αλλά με την βύθιση ανομοιογενών πέτρινων κατασκευών όπου σιγά σιγά, λόγω του σχήματός τους, δημιουργούν θαλάσσιο περιβάλλον ίδιο με αυτό ενός πραγματικού ναυαγίου. Με μια τέτοια παρέμβαση, από τη μία, θα βρίσκαμε έναν έξυπνο τρόπο για τον καθαρισμό του περιβάλλοντος από άχρηστα σαπιοκάραβα, που το μόνο που δημιουργούν είναι οικολογική μόλυνση, και από την άλλη, θα φτιάχναμε υπέροχους, θαλάσσιους βιότοπους, που θα εξυπηρετούσαν όχι μόνο αποκλειστικά εμάς τους ψαράδες, αλλά και τους χομπίστες δύτες και τουρίστες του υποβρύχιου κόσμου, καθώς θα ήταν ένα τέλειο περιβάλλον για παρατήρηση και φωτογράφιση.
Είναι μια πρόταση που σας υποβάλλω ως σκέψη και προβληματισμό.
Σε επαφή λοιπόν, με διάφορους συλλόγους, ή οποιονδήποτε θεσμικό ή μη ενδιαφερόμενο, ή ακόμα και με οικολογικές οργανώσεις, πρέπει να κινηθούμε δυναμικά.
Να υποβάλουμε στην πολιτεία σχετικό αίτημα, καθώς το κόστος της όλης διαδικασίας θα είναι πολύ λιγότερο από τα οφέλη που θα προσφέρει, τόσο στο περιβάλλον όσο και στην οικονομία της χώρας μας, προσελκύοντας τους τουρίστες του υποβρύχιου κόσμου, που θα ενθουσιάζονταν σε μια τέτοια προοπτική.
Βέβαια και σαφώς εννοείται, ότι πριν βυθίσουμε τα σαπιοκάραβα, πρέπει να εξαλείψουμε κάθε τι που θα μπορούσε να δημιουργήσει μόλυνση, όπως για παράδειγμα λάδια, καύσιμα και βαριά μέταλλα.
Το επόμενο βήμα θα είναι να διαχωριστούν οι χρήσεις των ναυαγίων, ώστε τις τεχνικές αυτές οάσεις να τις εκμεταλλευτούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι πχ. οι ερασιτέχνες ψαράδες, οι οπαδοί της κατάδυσης, οι λάτρεις της υποβρύχιας φωτογραφίας κλπ.
Τα σημεία αυτά πρέπει να καταγραφούν στους ναυτικούς χάρτες, να οριοθετηθούν με σχετικές σημαδούρες και να αποτελέσουν ένα προστατευμένο μέρος με ελεγχόμενη εκμετάλλευση, κυρίως από εμάς τους ψαράδες, καθώς οι φίλοι της υποβρύχιας φωτογραφίας και παρατήρησης, δεν προκαλούν καμιά ανωμαλία στην ζωή ενός τέτοιου θαυμάσιου, θαλάσσιου μικρόκοσμου.
ΔΟΛΩΜΑΤΑ:
Τώρα θα αναλύσουμε τον τομέα δολώματα, που παίζουν έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες στην έκβαση μιας επιτυχημένης ψαριάς.
Δόλωμα σαρδέλας:
Είναι από τα πιο αρχαία δολώματα που αν επεξεργαστεί σωστά, φέρνει τρομερά ψαρευτικά αποτελέσματα. Καθώς είναι από τις πιο περιζήτητες γεύσεις για όλα σχεδόν τα ψάρια. Είναι πλούσια σε έλαια, με μυρωδάτο και τρυφερό κρέας και μας επιτρέπει να την διαχειριστούμε με τον καλύτερο τρόπο, καθώς μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε πολλές αλλαγές του τρόπου παρουσίασης του δολώματος, ανάλογα την κάθε στιγμή και το θήραμα στο οποίο αποβλέπουμε. Συνάμα, βέβαια, η σαρδέλα αποτελεί και την πρώτη ύλη κατασκευής κάθε μαλάγρας.
Η σαρδέλα έχει τέσσερις (4) βασικούς διαφορετικούς τρόπους δόλωσης:
Ανάποδο δόλωμα:
Το ανάποδο δόλωμα είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η πιο αποτελεσματική μέθοδος να χρησιμοποιήσουμε τη σαρδέλα, καθώς επιτρέπει την γρήγορη και αποτελεσματική διασπορά στο νερό, του λαδιού που περιέχει. Δημιουργεί έτσι, άμεσα αποτελέσματα προσέλκυσης. Το προτιμούνε όλα τα ψάρια, και αν είναι καλοφτιαγμένο, έχει καλή πρόσφυση στο αγκίστρι κατά τη βύθισή του.
Κατασκευή του δολώματος αυτού: αφού αφαιρέσουμε το κεφάλι και τη ραχοκοκαλιά, με τη βοήθεια μια βελόνας δόλωσης, θα περάσουμε το φιλέτο της σαρδέλας γυρισμένο μέσα έξω στο αγκίστρι, το οποίο στην περίπτωση αυτή θα είναι μακρύλαιμο και με το ανάλογο μέγεθος.
Για να κάνουμε το δόλωμα πιο συμπαγές και ανθεκτικό, θα το τυλίξουμε με το ειδικό ελαστικό νήμα, προσέχοντας να αφήσουμε την αιχμή του αγκιστριού έξω από το δόλωμα. Επειδή η ψίχα της σαρδέλας θα είναι στραμμένη προς τα έξω, ναι μεν ο δόλος της σαρδέλας αντέχει να κατέβει στο βυθό, αλλά χάνει πολύ γρήγορα την αποτελεσματικότητά του, καθώς εύκολα στεγνώνει από τα υγρά του και τα λάδια, μην έχοντας το εξωτερικό δέρμα να τα προστατεύει και από την άλλη βέβαια, δέχεται πιο εύκολα τα τσιμπήματα από τα μικρόψαρα. Όταν λοιπόν έχουμε τη σαρδέλα δολωμένη με αυτό τον τρόπο, πρέπει ανά τακτά διαστήματα να την αλλάζουμε.
Δόλωμα πούρο:
Εδώ χρησιμοποιούμε μόνο τη μισή σαρδέλα, αφού προηγουμένως την έχουμε κάνει φιλέτο και το δόλωμα αυτό, το αποκαλούμε «πούρο». Η κατασκευή του είναι, μια μικρή ποσότητα αναποδογυρισμένης σαρδέλας, κατά μήκος του λαιμού του αγκιστριού, που με μεγάλη προσοχή το τυλίγουμε αρκετές φορές και σφιχτά με ελαστικό νήμα, φτιάχνοντας
έτσι, ένα αρκετά συμπαγές και κυλινδρικό δόλωμα που αντέχει αρκετά και στα τσιμπήματα και κατά το κατέβασμα στο βυθό. Είναι ένα εξαιρετικό δόλωμα για σαργούς, σκαθάρια και άλλα αρπακτικά και μπορούμε το ίδιο δόλωμα να το χρησιμοποιήσουμε αρκετές φορές, σε αντίθεση με το ανάποδο δόλωμα.
Δόλωμα σε τάκους: ιδανικό δόλωμα για το ψάρεμα μικρών ψαριών και ασφαλώς πιο εύκολο από τα προηγούμενα στην κατασκευή. Κατασκευάζεται καθαρίζοντας ουσιαστικά σε φιλέτο τη σαρδέλα και με ένα πολύ κοφτερό μαχαίρι κόβουμε τη σαρδέλα σε κομμάτια των 2-4 cm. Ως δόλωμα στο αγκίστρι είναι αποτελεσματικό για σαργούς, σκαθάρια, μελανούρια, σαφρίδια, κολιούς κλπ. Στην περίπτωση αυτή, και επειδή, με το πρώτο τσίμπημα κινδυνεύει άμεσα να αποσπαστεί από το αγκίστρι, η ευαισθησία του καλαμιού είναι καθοριστική, γιατί το κάρφωμα πρέπει να είναι άμεσο και αποφασιστικό.
«Γεμιστό» δόλωμα:
Αυτό το δόλωμα είναι πολύ ελκυστικό και αποτελεσματικό, καθώς έχει στο εσωτερικό του, μία μικρή ποσότητα μαλάγρας. Κατασκευάζεται αφού καθαρίσουμε σε φιλέτα μια ολόκληρη σαρδέλα, προσθέτουμε μια μικρή ποσότητα μαλάγρας, πάντα με βάση τη σαρδέλα και αναποδογυρίζουμε το σύνολο γύρω από το αγκίστρι, όπου και το συγκρατούμε με αρκετές στροφές από ελαστικό νήμα. Όταν αυτό αφεθεί προς τον βυθό, απελευθερώνει σταδιακά το περιεχόμενό του, δημιουργώντας ένα αρκετά ελκυστικό και αποτελεσματικό ίχνος οσμής.
Φιλέτο με δέρμα προς τα έξω:
Πολλές φορές μας τυχαίνει να έχουμε συνεχώς επιθέσεις από μικρόψαρα τα οποία καταστρέφουν του πολύτιμους δόλους μας. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αποδειχθεί πολύ αποτελεσματικό να δολώσουμε το φιλέτο σαρδέλας με το δέρμα προς τα έξω το οποίο μας εξασφαλίζει μεγαλύτερη αντοχή στο λιάνωμα.
Δόλωμα καλαμάρι:
Το καλαμάρι, όπως και η σαρδέλα θεωρείται κλασικό δόλωμα καθετής και μπορούμε να πούμε ότι είναι πιο πολυχρησιμοποιούμενο από τη σαρδέλα, καθώς είναι πολύ πιο εύκολη η εύρεσή του και η συντήρηση του. Καθώς ακόμα και νεκρό ή και κατεψυγμένο, δεν παύει να έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Επίσης, ένα μεγάλο πλεονέκτημα του καλαμαριού, έναντι, όχι μόνο της σαρδέλας, αλλά και των υπολοίπων δολωμάτων που θα ακολουθήσουν, είναι η αντοχή του στα τσιμπήματα και στο θαλάσσιο περιβάλλον. Με ένα κιλό καλαμάρια μπορούμε να ψαρεύουμε αρκετές ώρες. Προσελκύει τα περισσότερα από τα ψάρια της καθετής, όπως λυθρίνια, σκαθάρια, ψάρια του βυθού και ψάρια των μεσόνερων.
Όπως και τα περισσότερα δολώματα, χρειάζεται μια ελάχιστη επεξεργασία, πριν το δολώσουμε, καθώς, μερικά μέρη του σώματός του είναι πολύ πιο αποτελεσματικά από άλλα. Το περίεργο είναι, ότι τα μέρη αυτά (τα λιγότερο κατάλληλα), δυστυχώς είναι αυτά που οι ψαράδες θεωρούν τα καλύτερα. Παραδείγματος χάριν, με την πρώτη ματιά, τα πλοκάμια φαίνονται καλύτερα, όμως είναι το πιο σκληρό σημείο του καλαμαριού και τα ψάρια το προτιμούν λιγότερο.
Η κατεργασία του καλαμαριού περιλαμβάνει τα εξής:
Χωρίζουμε σωστά τα μέρη ενός καλαμαριού με ένα ψαλίδι, με το οποίο κόβουμε τη σακούλα του. Αφού την ανοίξουμε, αφαιρούμε τα εντόσθια μαζί με το κεφάλι, που μας είναι άχρηστα για το ψάρεμα του λυθρινιού, τα οποία όμως σε καμιά περίπτωση δεν πετάμε, όπως θα σας εξηγήσουμε παρακάτω.
Όμως εδώ συμβαίνει το οξύμωρο, καθώς ναι μεν τα σημεία αυτά δεν είναι τα κατάλληλα για μικρά σπαριδή, είναι όμως τρομερά αποτελεσματικά, δηλαδή το κεφάλι με τα εντόσθια, αν ψαρεύουμε πολύ μεγάλα λυθρίνια και σκαθάρια, ή ακόμη και συναγρίδες.
Στην περίπτωση αυτή, το σύνολο εντόσθια και κεφάλι, τα δολώνουμε σε αγκίστρι νούμερο 1, ως νούμερο 1/0.Ξεκινώντας τη δόλωση του αγκιστριού από τα εντόσθια και καταλήγοντας στα μάτια. Τα εντόσθια από μόνα τους είναι ένα θαυμάσιο δόλωμα, για τα ψάρια των μεσόνερων, όπως επίσης και για λυθρίνια και σκαθάρια στο βυθό.
Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ότι και τα εντόσθια του καλαμαριού από μόνα τους, δηλαδή χωρίς το κεφάλι, είναι ένα από τα καλύτερα δολώματα για τσιπούρες και σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα δεν θέλει ούτε χτύπημα ούτε αλάτισμα ούτε καθάρισμα. Όμως επειδή είναι πολύ μαλακό, θα χρησιμοποιήσουμε και στην περίπτωση αυτή το ελαστικό νήμα για να το πιάσουμε σταθερά στο αγκίστρι.
Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, το καλαμάρι μπορεί να χαρακτηριστεί ένα «πλήρες» δόλωμα, καθώς τίποτα δεν πετιέται πλην της εξωτερικής του πέτσας.
Το καλύτερο, όμως, βέβαια μέρος του καλαμαριού ως δόλωμα για τα περισσότερα ψάρια, είναι το σώμα του, το οποίο αφού, όπως προείπαμε, το ανοίξουμε και αφαιρέσουμε τα εντόσθια, το γδέρνουμε προσεκτικά και το ξεπλένουμε με θαλασσινό νερό.
Τελειώνοντας όλη αυτή τη διαδικασία, πρέπει να κάνουμε το δόλωμα πιο άσπρο και πιο μαλακό.Θα χρησιμοποιήσουμε λοιπόν, ένα ξύλο κοπής και έναν «κόπανο» κρέατος.
Τοποθετούμε λοιπόν το καλαμάρι, πάνω στη σανίδα κοπής και το κοπανάμε προσεκτικά, μέχρι να γίνει σχεδόν διάφανο. Κατόπιν, με ένα καλό ψαλίδι ή προτιμότερα με έναν κόφτη, θα το κόψουμε λωρίδες, διαφόρων διαστάσεων, ανάλογα με τα αγκίστρια που χρησιμοποιούμε.
Αυτή ήταν η όλη διαδικασία επεξεργασίας του καλαμαριού, που εγώ θα συμπληρώσω ένα μικρό τέχνασμα, που χρησιμοποιήθηκε πάντα, από αγωνιζόμενους σε πρωταθλήματα καθετής, και το οποίο έφερε τρομερά επιτυχή αποτελέσματα.
Το τέχνασμα αυτό είναι να χρησιμοποιήσουμε τη λωρίδα του καλαμαριού -πάντα χτυπημένο- σαν διπλό δόλωμα.
Δηλαδή, για να καταλάβετε τι εννοώ, βάζουμε στο αγκίστρι το πρώτο δόλωμα, ένα σκουλήκι για παράδειγμα και καρφώνουμε στη μύτη του αγκιστριού που περισσεύει, μια λωρίδα από καλαμάρι. Με το σύστημα αυτό, το ψάρι προσελκύεται από το άσπρο χρώμα του καλαμαριού και καταλήγει να καταπιεί το σκουλήκι, που είναι σίγουρα πιο ελκυστικό δόλωμα.
Δόλωμα σκουλήκια:
Τα θαλασσινά σκουλήκια αποτελούν κλασσικό και κορυφαίο δόλωμα για την τεχνική της καθετής, τα καλύτερα κατά προσωπική μου άποψη και όχι μόνο είναι το αμερικάνικο και το φαραώ, επίσης πολύ καλό και το μονοδόλι. Αν δεν βρούμε κάποιο από αυτά, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εναλλακτικά το κορεάτικο, που είναι εύκολη η εύρεση του, είναι τρομερά αποτελεσματικό, αλλά ευαίσθητο στα τσιμπήματα των μικρόψαρων. Σας παρουσιάζω λοιπόν μερικά βασικά σκουλήκια σε σχέση με την απόδοση τους και την ευκολία εύρεσης.
Κορεάτικο: μέτρια απόδοση, μεγάλη ευκολία εύρεσης.
Φαραώ: εξαιρετική απόδοση, μεγάλη ευκολία εύρεσης
Αμερικάνικο: εξαιρετική απόδοση, μεγάλη ευκολία εύρεσης
Αμμοσκούλικο: μικρή απόδοση, μεγάλη ευκολία εύρεσης
Μονοδόλι: μέτρια/εξαιρετική απόδοση, μεγάλη ευκολία εύρεσης
Ακροβάτης: μικρή απόδοση (για την καθετή μόνο), μεγάλη ευκολία εύρεσης
Άγριο κόκκινο -ιωδίου: εξαιρετική απόδοση, μεγάλη δυσκολία εύρεσης
Μαύρο σκουλήκι θηρακίσιο: μέτριο δόλωμα, δυσκολία εύρεσης
Για τα σκουλήκια ένα ένα αναλυτικά, τον τρόπο εύρεσης τους, τον τρόπο συντήρησής τους και τον τρόπο δόλωσής τους, θα αναφερθώ σε ένα ξέχωρο άρθρο αναλυτικότατα, καθώς το καθένα από αυτά έχει τις ιδιαιτερότητές του.
Απαραίτητο ψαρευτικό εργαλείο για την δόλωση των σκουληκιών είναι η ειδική βελόνα, η οποία αποτελείται από ένα σωληνάκι από ανοξείδωτο ατσάλι και χρησιμεύει για να δολώνουμε εύκολα τα σκουλήκια αλλά και τις σαρδέλες, τα καλαμάρια, τους σωλήνες κλπ)
Πως το χρησιμοποιούμε: περνάμε την βελόνα μέσα στο σκουλήκι και κατόπιν ακουμπώντας την μύτη του αγκιστριού, περνάμε πάνω του το σκουλήκι μέχρι να καλύψει και την παλέτα.
Το πλεονέκτημα του εργαλείου αυτού είναι ότι εκτός από την
τέλεια παρουσίαση του δολώματος μας επιτρέπει να δολώσουμε τα σκουλήκια χωρίς να τα σπάσουμε ή να τα τσακίσουμε, οπότε δεν χάνουν το υγρό τους. Η χρήση τους λοιπόν είναι ουσιαστικά υποχρεωτική όταν δολώνουμε με αμερικάνικο ή μικρά μονοδόλια που, αν αδειάσουν από τα
υγρά τους, χάνουν όλη την δύναμη τους.
Δόλωμα γαρίδα:
Η ζωντανή γαρίδα έχει εξαιρετική απόδοση (ιδιαίτερα για τα λυθρίνια) και μεγάλη ευκολία εύρεσης. Επίσης, εξαιρετικός δόλος είναι και η νεκρή γαρίδα. Ο τρόπος δόλωσης της ποικίλει, ανάλογα με το αν είναι νεκρή ή ζωντανή. Τη ζωντανή την δολώνουμε καρφώνοντας το αγκίστρι στην άκρη της ουράς της, προσπαθώντας να μην τραυματίσουμε ζωτικά της όργανα.
Αντίθετα, όταν είναι νεκρή, περνάμε την μύτη του αγκιστριού στην ουρά και την κάνουμε να «τρέξει» κατά μήκος του σώματος μέχρι το κεφάλι.
Οι ζωντανές γαρίδες, μπορούν να βρεθούν με διάφορους τρόπους. Ο πιο απλός και πρακτικός είναι να τις αγοράσουμε από κάποιο κατάστημα ειδών αλιείας (που δύσκολα όμως θα βρείτε).
Αν αντίθετα, δεν βρίσκουμε κατάστημα ειδών αλιείας, όπως εμείς εδώ στις άγονες γραμμές, πρέπει από μόνοι μας να πιάσουμε από τα βράχια τις γαρίδες. Αυτό γίνεται με ειδικές απόχες με πολύ μικρό μάτι, πρόκειται για εργαλεία με διάμετρο 30-40cm, τα οποία διαθέτουν ένα σημείο για να τοποθετήσουμε το δόλωμα, το οποίο συνήθως είναι μία σαρδέλα. Μετέπειτα, τοποθετούμε την απόχη σε κάποια σχισμή βράχου. Αν διαθέτουμε 2-3 τέτοιες απόχες, θα τις ρίξουμε όλες και θα τις επιθεωρούμε με τη σειρά, μαζεύοντας το δόλωμα που υπάρχει.
Ένας άλλος πιο εύκολος τρόπος είναι να τις αναζητήσουμε στα μισοβυθισμένα λάστιχα αυτοκινήτων που υπάρχουν στους ντόκους των λιμανιών για να προστατεύουν τα σκάφη. Αν σηκώσετε ένα τέτοιο λάστιχο σίγουρα μέσα θα βρείτε πολλές γαρίδες. Εγώ για την εύρεσή τους πάντα τις έψαχνα το προηγούμενο βράδυ πριν ψαρέψω, με έναν φακό και μια απόχη γύρω γύρω στο λιμάνι. Σε αυτή την περίπτωση οι γαρίδες εντοπίζονται άμεσα καθώς κοκκινίζουν τα μάτια τους στο νερό. Έτσι βγάζετε τις μεγάλες κόκκινες γαρίδες, που αυτές δεν τις βρίσκετε την ημέρα με τους προηγούμενους τρόπους που ανέφερα.
Αν οι γαρίδες διατηρηθούν σωστά, μπορούν να παραμείνουν ζωντανές για αρκετές μέρες. Για να το πετύχουμε αυτό, υπάρχουν πολλά συστήματα. Το πιο πρακτικό είναι, να πάρουμε ένα πλαστικό δοχείο με καπάκι που κλείνει καλά, και να του κάνουμε πάρα πολλές μικρές τρύπες και αφού βάλουμε τις γαρίδες, να το βάλουμε στο νερό, δεμένο με ένα σχοινάκι. Ένα άλλο σύστημα, είναι να κρατήσουμε τις γαρίδες σε ένα ψηλό δίχτυ, προσέχοντας όμως να μην ακουμπήσει στο βυθό, κρεμώντας το από την πλώρη, την πρύμνη ή άλλο σημείο τους σκάφους.
Κατά τη διάρκεια του ψαρέματος, οι γαρίδες διατηρούνται ζωντανές, σε ένα μικρό δοχείο με νερό και οξυγονωτή. Που εάν δε διαθέτουμε τέτοιο, πρέπει να κάνουμε συχνές αλλαγές του νερού.
Δυστυχώς όλοι δεν έχουμε τον χρόνο να αναζητήσουμε πάντα ζωντανές γαρίδες και θα αναγκαστούμε είτε να προμηθευτούμε από το ιχθυοπωλείο και τη λαϊκή αγορά της γειτονιάς, ή από το σούπερ μάρκετ φρέσκες ή κατεψυγμένες.
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι σε καμία περίπτωση όταν παίρνουμε κατεψυγμένες γαρίδες, δεν πρέπει να παίρνουμε τις αποφλοιωμένες, καθώς για την διατήρηση τους και κατά την διαδικασία αποφλοίωσής τους έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορα χημικά τα οποία αντί να προσελκύσουν, θα διώξουν τα ψάρια μας.
Αγοράζουμε την ποσότητα ανάλογα με τις ανάγκες μας, ζάχαρη, μπόλικο χοντρό αλάτι, σακουλάκια που να κλείνουν αεροστεγώς, ή μικρά πλαστικά ταπεράκια.
Προετοιμασία: Στην περίπτωση των κατεψυγμένων γαρίδων και αφού τις αφήσουμε πρώτα να ξεπαγώσουν, τις καθαρίζουμε από το κέλυφος και το κεφάλι και τις τοποθετούμε πάνω σε μια παλιά εφημερίδα.
Μετέπειτα τις πασπαλίζουμε με ζάχαρη, ανακατεύουμε ώστε η ζάχαρη να πάει σε όλες τις γαρίδες και στη συνέχεια τις σκεπάζουμε τελείως με το χοντρό αλάτι. Τις αφήνουμε περίπου μια μέρα στον ήλιο ώστε να απωθήσουν τα ζουμιά τους και να σφίξουν ως δόλωμα.
Κάποιοι άλλοι, εκτός από την επεξεργασία που είπαμε, τις βάζουν και σε ένα μπολ με λάδι και τις έχουν στη συντήρηση για πάρα πολύ χρονικό διάστημα, ακόμα και μήνες.
Αν όμως δεν χρησιμοποιήσουμε αυτήν την τεχνική με το λάδι, θα πάρουμε τις γαρίδες που επεξεργαστήκαμε όπως σας προανέφερα, και θα τις βάλουμε στα αεροστεγή σακουλάκια με λίγο χοντρό αλάτι από πάνω, και τα σακουλάκια αυτά θα τα βάλουμε στα ταπεράκια (που κλείνουν αεροστεγώς) και θα τα τοποθετήσουμε στην κατάψυξη.
Αυτή είναι μια συνηθισμένη επεξεργασία της γαρίδας και πρέπει να γνωρίζουμε ότι έτσι επεξεργασμένη όπως είναι, όταν τελειώσει το ψάρεμα μας, δεν πετάμε αυτές που μας περίσσεψαν, αλλά τις ξαναβάζουμε πάλι στην κατάψυξη για την επόμενη φορά.
Μπορούμε βέβαια, όταν σκοπός μας είναι μεγάλα σε μέγεθος ψάρια, να μην τις καθαρίσουμε, αλλά σε ένα μεγάλο αγκίστρι να βάλουμε μία ή δυο γαρίδες μαζί, αφού πρώτα τις τυλίξουμε καλά με ελαστικό νήμα.
Επίσης άμα θέλουμε, και για καλύτερη συγκράτηση του δολώματος στο αγκίστρι, μπορούμε με ελαστικό νήμα να δολώσουμε και τις καθαρισμένες. Για να γίνει πιο εύκολα η δόλωση σε μια καθαρισμένη γαρίδα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη βελόνα δόλωσης που χρησιμοποιούμε για τα σκουλήκια.
Δόλωμα πάγουρος (Βερνάρδος ο ερημίτης):
Ο πάγουρος είναι ένα εξαιρετικό δόλωμα για το λυθρίνι, βρίσκεται όμως πολύ δύσκολα και δολώνεται ζωντανό, περνώντας το αγκίστρι από το κεφάλι του, προς τα μαλακά μέρη. Το πλεονέκτημα του πάγουρου, είναι ότι μπορούμε να τον διατηρήσουμε για πάρα πολύ καιρό. Ο νεκρός πάγουρος, όπως και η γαρίδα, μπορούν να τοποθετηθούν στην κατάψυξη και να χρησιμοποιηθούν, όποτε χρειαστεί, με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Δόλωμα σωλήνας:
Δε θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε, τη σωλήνα, που είναι εξαιρετικό δόλωμα, για μικρό και μεσαίο βάθος. Δολώνεται σε κομμάτια ή ολόκληρη (με βελόνα), πάντα χωρίς το όστρακο, και αποτελεί εξαιρετική λύση, ιδίως αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα δόλωμα με μεγάλο όγκο.
Δόλωμα μύδια:
Στο ψάρεμα της καθετής, πολλές φορές εσκεμμένα παραλείπουμε ορισμένα δολώματα, είτε γιατί βρίσκονται δύσκολα, είτε γιατί είναι ακριβά, είτε επειδή θεωρούμε ότι δεν είναι τόσο αποτελεσματικά. Όμως, από την αρχή που δημιουργήσαμε αυτή την ομάδα, σας επαναλαμβάνω συνεχώς, ότι στο ψάρεμα, δεν πρέπει να έχουμε σταθερές, ούτε προκαταλήψεις. Παρότι λοιπόν τα καλύτερα δολώματα για τα λυθρίνια, είναι η ζωντανή γαρίδα, το καλαμάρι, το αμερικάνικο, ο πάγουρος και ο σωλήνας, είναι στιγμές, που κανένα από αυτά, δεν αποδίδει τα αναμενόμενα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού, αποτελεί το παγκόσμιο πρωτάθλημα που έγινε στην Κροατία, όπου η ιταλική ομάδα ψαρέματος καθετής, όταν είδε ότι κανένα από τα προηγούμενα εξαιρετικά δολώματα, δεν έφερνε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, στράφηκαν και προς τα μύδια, που τους είχε προμηθεύσει ο οργανωτής του αγώνα.
Συγκεκριμένα για την ιστορία, τους είχε προμηθεύσει σκουλήκι, 2 kg μύδια, 5 καλαμάρια και 10 σαρδέλες. Όταν είδαν ότι ούτε οι σαρδέλες, ούτε τα καλαμάρια, ούτε τα σκουλήκια απέδιδαν, μονόδρομος ήταν να στραφούν στα μύδια. Αποδείχτηκε λοιπόν στην πράξη, ότι το μύδι, όχι μόνο ήταν το καλύτερο, αλλά ήταν το μόνο δόλωμα που άρεσε στα λυθρίνια. Η χρησιμοποίηση του μυδιού στο ψάρεμα, δηλαδή η σωστή δόλωσή του, δεν είναι εύκολο πράγμα. Πρώτα απ όλα, η σάρκα του μυδιού πρέπει να δολωθεί ολόκληρη, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις της. Τα καλύτερα αγκίστρια, είναι τα μακρόλαιμα από λεπτό σύρμα, με στρογγυλή καμπύλη, δηλαδή συνήθως εκείνα που χρησιμοποιούνται στο ψάρεμα του σκουμπριού.
Η τέλεια δόλωση γίνεται, «ράβοντας» το μύδι στο πιο μαλακό μέρος για τελειώσουμε στο νεύρο ( σκληρό μέρος). Θα τελειώσουμε την όλη δόλωση, δένοντας καλά τη σάρκα στο λαιμό του αγκιστριού, ώστε να κρατηθεί τέλεια το δόλωμα κατά την κάθοδό του προς το βυθό και συγχρόνως, να προστατευθεί από το λιάνωμα, που θα μπορούσε να το ξεκολλήσει από το αγκίστρι. Όπως λοιπόν καταλάβατε, τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται κανόνας ή σταθερή στο ψάρεμα, έτσι λοιπόν για να καθορίσουμε ποιο δόλωμα είναι περισσότερο αξιόλογο από ένα άλλο, μπορούμε και πρέπει να κάνουμε διάφορες δοκιμές κατευθείαν την ώρα του ψαρέματος.
Μπορούμε δηλαδή αν έχουμε δυο ή τρία διαφορετικά δολώματα, να βάλουμε από ένα διαφορετικό δόλωμα σε κάθε αγκίστρι της καθετής μας κι έτσι με σιγουριά θα δούμε πιο προτιμάνε τα ψάρια. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν πρέπει να το αποφασίσουμε αμέσως πιάνοντας το πρώτο ψάρι, αλλά θα χρειαστούν να αλλάξουμε πολλές φορές την θέση των δολωμάτων και κάνοντας διάφορους συνδυασμούς, να δούμε που επιτίθενται πιο συχνά τα ψάρια.
Η προετοιμασία του μυδιού είναι μια διαδικασία που ξεκινάει καταρχάς με το καθάρισμα και το άνοιγμα του. Για να το ανοίξουμε σωστά πρέπει να διαθέτουμε το κατάλληλο μαχαίρι που πρόκειται για ένα εργαλείο με κοντή λάμα που κόβει και από τις δυο (2) πλευρές. Αφού βγάλουμε από το μύδι το μουστάκι του, θα βάλουμε την λάμα του μαχαιριού στην βάση του όστρακου και ξύνοντας και τα δυο μέρη του από μέσα θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε την σάρκα ολόκληρη.
Το μεγάλο λάθος που κάνουν οι περισσότεροι, είναι να ανοίγουν πρώτα το μύδι και μετά να βγάζουν την σάρκα πρώτα από την μια πλευρά και μετά από την άλλη. Με τον άτεχνο αυτό τρόπο όμως, καταστρέφουμε το εσωτερικό του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δολωθεί σωστά.
Αφού βγάλουμε σωστά λοιπόν την σάρκα του μυδιού, είτε την τοποθετούμε πάνω σε ένα πανί να στεγνώσει καλά, είτε τη φυλάσσουμε σε ένα πλαστικό δοχείο, ώστε να παραμένει μέσα στα υγρά της, ανάλογα με τις προτιμήσεις μας, αλλά και από την εποχή που ψαρεύουμε.
Το χειμώνα είναι καλό να ψαρεύουμε με στεγνά δολώματα και το καλοκαίρι που έχουμε το πρόβλημα να ξεραθούν από τον ήλιο με υγρά δολώματα. Αφού βγάλουμε το κέλυφος, η χρήση του μυδιού είναι περιορισμένης διάρκειας, αφού δεν μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Υπάρχουν βέβαια συστήματα για να το συντηρήσουμε, ανάλογα με το πότε πρόκειται να το χρησιμοποιήσουμε.
Ένα δόλωμα που μας περισσεύει μπορεί θαυμάσια να χρησιμοποιηθεί και την επόμενη μέρα, αρκεί να το διατηρήσουμε σε δροσερό μέρος μέσα στο νερό του. Επίσης, αν θέλουμε να το χρησιμοποιήσουμε μετά από μέρες, πρέπει να το αλατίσουμε και να το βάλουμε στο ψυγείο. Στην κατάψυξη τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετά από ολόκληρους μήνες .Η απόδοση του όμως στην περίπτωση αυτή πέφτει δραματικά.
Τα ανωτέρω είναι τα βασικά δολώματα της καθετής, όμως όπως σας είπα τίποτε δεν είναι δεδομένο είναι στιγμές που τα ψάρια δεν ελκύονται από κανέναν από τους θεωρούμενους ως βασικούς δόλους.
Επίσης και ιδιαίτερα στην επαρχία είναι δύσκολο να βρούμε κάθε φορά τα κατάλληλα δολώματα που χρειαζόμαστε, εκτός από το κατεψυγμένο καλαμάρι που βρίσκεται παντού, πρέπει λοιπόν να στρεφόμαστε και σε άλλα δολώματα.
Ίσως κάποιοι ακόμα σκέφτονται και το οικονομικό κόστος των δολωμάτων, που για μια ημέρα γεμάτη ψάρεμα, ιδιαίτερα αν χρησιμοποιήσουμε σκουλήκια, δεν πρέπει να θεωρείται αμελητέο.
Δόλωμα καραβιδάκι:
Το καραβιδάκι είναι πολύ καλός δόλος και πουλιέται ζωντανό στα καταστήματα αλιείας σε αντίθεση με την ζωντανή γαρίδα που πρέπει να προμηθευτούμε μόνοι μας.
Έτσι λοιπόν αν δεν μπορούμε να βρούμε γαρίδα, θα χρησιμοποιήσουμε καραβιδάκι και προπάντων το κόκκινο.
Το δολώνουμε από την ουρά προς το στήθος και βγάζουμε το αγκίστρι στην πλάτη, όπως δηλαδή δολώνουμε και την γαρίδα. Ακόμα και ψόφιο όμως, είναι αποτελεσματικό και ιδιαίτερα αν το αφήσουμε στον ήλιο να ξεραθεί γιατί από την μια αποκτάει μυρωδιά και από την άλλη γίνεται τόσο ελαφρύ που στην θάλασσα αιωρείται και γίνεται πολύ προκλητικός δόλος.
Για να διατηρήσουμε όσο γίνεται δυνατόν το καραβιδάκι μας ζωντανό, χρειαζόμαστε έναν οξυγονωτή και προτιμότερο είναι να βρίσκεται τοποθετημένος μέσα σε δοχείο θερμομονωτικό, ώστε να διατηρείται πάντα μια σταθερή θερμοκρασία στο νερό.
Αν είμαστε κοντά στη θάλασσα μπορούμε να πάρουμε ένα πλαστικό δοχείο, π.χ. σαν αυτό που αποθηκεύονται οι ελιές, και δημιουργούμε με ένα σουβλί (αν το πυρώσουμε, ακόμα πιο εύκολα) διάφορες τρύπες σε όλο το δοχείο και το κρεμάμε δίπλα από το σκάφος μας στη θάλασσα.
Ένας άλλος τρόπος συντήρησης είναι να πάρουμε τα πλατύφυλλα θαλασσινά φύκια, τα οποία τοποθετούμε σε ένα δοχείο και βάζουμε μέσα τα καραβιδάκια μας ρίχνοντας από πάνω πάλι λίγα φύκια.
Επίσης το ίδιο μπορεί να γίνει με μια βρεγμένη εφημερίδα, όχι όμως με την ίδια απόδοση.
Αν μας περισσέψουν δολώματα, τα τυλίγουμε με εφημερίδα και τα βάζουμε στην κατάψυξη.
Πάμε λοιπόν τώρα και σε κάποια άλλα δολώματα που με τον καιρό έχουν παραμεληθεί που υπό ορισμένες συνθήκες όμως μπορεί να μας δώσουν ανέλπιστα αποτελέσματα:
Δόλωμα πεταλίδα:
Την πεταλίδα μπορούμε μόνοι μας να την βγάλουμε από τα βράχια που είναι κολλημένη, ιδιαίτερα εύκολα αν έχουμε ένα κατάλληλο μαχαίρι σαν αυτό της opinel που βλέπετε στην φωτό.
Μπορεί να μείνει ζωντανή και 3 ακόμα μέρες αν την βάλουμε μαζί με χαλίκι θαλάσσης σε ένα μπολ με θαλασσινό νερό, αλλά δεν πρέπει να σκεπάζονται πλήρως.
Επειδή είναι ευαίσθητο και σχετικά μικρό δόλωμα, προτιμάμε να δολώσουμε 2-3 μαζί με την ειδική βελόνα και μετά να τις τυλίξουμε καλά με ελαστικό νήμα.
Δόλωμα πορφύρα:
Η πορφύρα είναι ένα καλό δόλωμα που και αυτό μπορούμε μόνοι μας να προμηθευτούμε και ιδιαίτερα για το ψάρεμα της τσιπούρας. Σπάμε το κέλυφος με προσοχή και αφαιρούμε την σκληρή πέτσα που έχει και το δολώνουμε από το μαλακό μέρος προς το σκληρό που κόψαμε.
Έχω διαβάσει ότι αν την πυρώσεις με έναν αναπτήρα, θα βγει μόνη της χωρίς να χρειάζεται σπάσιμο το κέλυφος, όμως είναι κάτι που δεν το έχω δοκιμάσει και δεν γνωρίζω αν είναι αποτελεσματικό.
Πώς προμηθευόμαστε τις πορφύρες: για να προμηθευτούμε πορφύρες, υπάρχουν πολλοί τρόποι και ο πιο απλός είναι να τις αναζητήσουμε κάτω από τα καΐκια και τις βάρκες που ξεψαρίζουν δίχτυα, καθώς αυτές πάνε και κολλάνε σε κάθε πεθαμένο ψάρι που είναι στον βυθό, ή ακόμα μπορούμε να πούμε και στους ίδιους τους ψαράδες να μας δώσουν αυτές που βρήκαν στα δίχτυα τους.
Επειδή όμως μπορεί να είμαστε σε μια περιοχή που δεν υπάρχουν επαγγελματικά ψαροκάικα, μπορούμε μόνοι μας να τις προμηθευτούμε, αν αφήσουμε στον βυθό ένα δίχτυ με διάφορα νεκρά ψάρια. Αν υπάρχουν στην περιοχή πορφύρες, σε λίγο το δίχτυ μας θα είναι γεμάτο.
Αφού τις πιάσουμε, αν είναι να ψαρέψουμε άμεσα, τις τοποθετούμε σε ένα μικρό δοχείο με θαλασσινό νερό και είμαστε καλυμμένοι για αρκετές ώρες ψαρέματος.
Αν θέλουμε να πάμε για ψάρεμα μετά από δύο ή τρείς μέρες, μπορούμε να τις κρεμάσουμε στη θάλασσα μέσα σε ένα διχτάκι.
Αν δεν έχουμε ούτε αυτή την δυνατότητα και θέλουμε να τις ψαρέψουμε μετά από ώρες, πρέπει να τις συντηρήσουμε με τη βοήθεια οξυγονωτή που, έτσι κι αλλιώς, θεωρώ ότι πρέπει να έχουμε για τη συντήρηση και άλλων ζωντανών δολωμάτων.
Δόλωμα Ολοθούριο η αγγούρι της θάλασσας :
Είναι ένας πολύ καλός δόλος, όμως χρειάζεται κάποια σχετικά επίπονη διαδικασία επεξεργασίας του. Είναι πολύ εύκολη η εύρεση του αφού συναντάται και σε πολύ ρηχά νερά.
Όταν τα μαζέψουμε, μπορούμε να τα βάλουμε σε ένα τσουβάλι από τα παλιά τα πάνινα και να το έχουμε κρεμασμένο στην θάλασσα ή σε κάποιον κουβά με νερό, ή σε κάποιο διχτάκι μέχρι να τελειώσουμε την επεξεργασία του.
Δεν πρέπει λοιπόν σε καμία περίπτωση να τα αφήσουμε έξω από το νερό ή, χειρότερα, στον ήλιο.
Αυτό που θα χρειαστούμε για την ετοιμασία του δολώματος αυτού, είναι μια ξύλινη τάβλα όπου στην μια άκρη της θα καρφώσουμε μια μεγάλη πρόκα να εξέχει όλη από την μια μεριά, ένα κουτάλι και ένα κοφτερό μαχαίρι.
Θα ήταν καλύτερα όλη η διαδικασία για την παρασκευή του δολώματος να γίνει σε εξωτερικό χώρο και καλύτερα στη θάλασσα, για να μην λερώσετε τα πάντα γύρω σας.
Ξεκινώντας πρώτα απ’όλα κόβουμε την μια άκρη μέσα σε έναν κουβά για να αδειάσει το ολοθούριο από τα νερά του, και κατόπιν κόβουμε και την άλλη άκρη και το σκίζουμε με το μαχαίρι σε όλο το μήκος του, αδειάζοντας έτσι διάφορα μικρά και λεπτά έντερα που έχει στο εσωτερικό του.
Αφού λοιπόν το αδειάσουμε και το καθαρίσουμε από όλα αυτά, το καρφώνουμε στην πρόκα και ξεδιπλώνοντάς το παίρνουμε το κουτάλι και αφαιρούμε με προσοχή τον λευκό μανδύα που είναι στο εσωτερικό του.
Αυτός ο μανδύας είναι και το δόλωμα που θα χρησιμοποιήσουμε. Αφού τελειώσουμε και βγάλουμε τους μανδύες από τα ολοθούρια, τους ρίχνουμε σε έναν κουβά με θαλασσινό νερό, και αρχίζουμε να τα γουλίζουμε (όπως το χταπόδι), και με τον τρόπο αυτό το δόλωμά μας θα σκληρύνει και δεν θα διαλύεται εύκολα από τα τραβήγματα των ψαριών. Μετά από μερικά γουλίσματα, το νερό θα γίνεται γλοιώδες, οπότε θα πρέπει να το ανανεώνουμε αρκετές φορές.
Αν είμαστε βέβαια στην παραλία, μπορούμε την διαδικασία αυτή να την κάνουμε στο θαλασσινό νερό ακόμα καλύτερα.
Αν είναι να ψαρέψουμε την ίδια ημέρα, τα χρησιμοποιούμε όπως είναι, και αυτά που περισσεύουν τα τοποθετούμε πάνω σε μια παλιά εφημερίδα και τα αφήνουμε για λίγη ώρα στον ήλιο. Έπειτα τα τοποθετούμε σε σακουλάκια που κλείνουν αεροστεγώς και τα βάζουμε στην κατάψυξη. Η δόλωσή του γίνεται είτε με βελόνα, είτε με περάσματα πάνω στο αγκίστρι μας.
Έχω ακούσει ότι κάποιοι χρησιμοποιούν μια άλλη τεχνική συντήρησης, τοποθετώντας το δόλωμα σε ένα γυάλινο βάζο, προσθέτοντας και λίγο θαλασσινό νερό, και το αφήνουν στον ήλιο για μέρες. Αυτοί που χρησιμοποιούν τον τρόπο αυτό, ισχυρίζονται ότι η μυρωδιά που προκαλείται από τα δολώματα αυτά, καθώς μυρίζουν απίστευτα, είναι τρομερά ελκυστική για τις τσιπούρες και ιδιαίτερα κατά τους μήνες ωοτοκίας τους μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου.
Φρέσκο το ολοθούριο το έχω χρησιμοποιήσει, με αυτόν τον τρόπο ποτέ, μπορεί όντως όμως και γιατί όχι, να είναι πολύ αποτελεσματικός.
Δόλωμα αθερίνα:
Η αθερίνα είναι ένα μικρό ψαράκι που ζει κοπαδιαστά, και αποτελεί τροφή για τα περισσότερα είδη ψαριών. Μπορούμε να τη βρούμε ιδιαίτερα στο τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο και ψαρεύεται κυρίως με αθερινόδιχτο.
Για τους παλιούς ψαράδες της καθετής για δεκαετίες τώρα, αποτελεί το πιο αξιόλογο δόλωμα, καθώς οι απαιτήσεις τους δεν ήταν μεγάλες και ο στόχος τους ήταν τα μικρά πετρόψαρα, πέρκες και χάνοι.
Όντως για τα πετρόψαρα είναι κορυφαίο δόλωμα, ιδιαίτερα αν είναι φρέσκο.
Όμως αν είναι φρέσκο, όντως μπορεί να μας δώσει και σκορπιούς, και μεγάλους σαργούς, και σκαθάρια, ακόμα και συναγριδοπούλες.
Γι αυτό οι παλιοί ξεκινούσαν από τα χαράματα, έβγαζαν την αθερίνα τους, και κατευθείαν φρέσκια όπως ήταν ξεκινούσαν το ψάρεμα, αφού της έκοβαν το κεφάλι για να ματώνει και να προσελκύει καλύτερα τα ψάρια.
Το μεγάλο πλεονέκτημα του δολώματος αυτού είναι το έντονο αστραφτερό χρώμα και οι αντανακλάσεις που προκαλεί ακόμα και σε μεγάλα βάθη, γι αυτό καλό είναι να μην παραμελούμε έναν τέτοιο δόλο.
Αν είναι μεγάλες τις κόβουμε κατά προτίμηση στη μέση, αν είναι μικρά αθερινάκια, τα δολώνουμε ολόκληρα ή και δύο μαζί.
Σε περίπτωση που βγάλουμε την αθερίνα αλλά δεν θέλουμε να ψαρέψουμε την ίδια ημέρα, είτε την πασπαλίζουμε με χοντρό αλάτι και την τοποθετούμε σε ένα μπολ στη συντήρηση, είτε την βάζουμε σε σακουλάκια που κλείνουν αεροστεγώς στην κατάψυξη.
Ο καθένας από τους δύο τρόπους συντήρησης έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του.
Η αλατισμένη στην συντήρηση αθερίνα σφίγγει ως δόλος και κρατάει καλύτερα στο αγκίστρι, αλλά πέφτει η απόδοσή της, ενώ αυτή που έχουμε στην κατάψυξη, ναι μεν η απόδοσή της είναι καλύτερη, όμως γίνεται πολύ ευαίσθητος ως δόλος στα μικροτσιμπήματα.
Δόλωμα ψαροδόλι:
Εκτός από τη σαρδέλα που την αναλύσαμε διεξοδικά όπως και την αθερίνα, μπορούν να δολωθούν και άλλα ψάρια όπως ο γαύρος, το σαφρίδι, ο κέφαλος κλπ, τα οποία, αφού τεμαχίσουμε σε φιλέτο, τα δολώνουμε στα αγκίστρια μας είτε ως φιλέτο με ελαστικό νήμα, είτε τεμαχισμένα σε τάκους.
Είναι εύκολα στην εύρεση τους, καθώς μπορούμε να τα βρούμε στις ψαραγορές.
Δόλωμα σαλιγκάρι της θάλασσας:
Επίσης ένα άλλο υποτιμημένο και ξεχασμένο από πολλούς δόλωμα που το βρίσκουμε σχεδόν παντού στα μέρη που ψαρεύουμε, είναι το γνωστό σε όλους μας σαλιγκάρι της θάλασσας.
Βρίσκεται κολλημένο σε βράχους ,συνήθως εκεί που σκάει το κύμα και σε σημεία που το νερό κάνει λιμνούλες και κολπίσκους ανάμεσα στα βράχια.
Παίρνουμε ένα μικρό κουβά με λίγο θαλασσινό νερό και πάμε από βράχο σε βράχο και μαζεύουμε όσα θα χρειαστούμε.
Τα σαλιγκάρια στο κουβαδάκι αυτό με θαλασινο νερό μπορει να παραμείνουν για αρκετές ώρες ζωντανα. Με μια πετρουλα σπάμε το κελυφός τους και χρησιμοποιούμε το εσωτερικό τους.
Τα δολώνουμε πρωτα από το μαλακό μέρος και το αγκίστρι βγαινει από το σκληρό για να συγκρατητε καλυτερα, αν και εχει μεγαλη αντοχη και δυσκολα ξεψαριζετε από τα μικροψαρα.
Επειδη το δόλωμα αυτό είναι μικρο σε μεγεθος, μπορούμε να δολώσουμε δυο η και παραπάνω σαλιγκάρια μαζί.
Υπάρχουν και άλλα δολώματα, που η κάθε περιοχή και το κάθε μέρος γνωρίζει και χρησιμοποιεί, που δεν είναι δυνατόν βέβαια να αναφερθούν όλα αυτά σε αυτό το άρθρο. Κλείνω την παράγραφο «δολώματα» με τα
Αφυδατωμένα δολώματα:
Είναι η εύκολη λύση και επιλογή για όλους τους ψαράδες και καλό είναι να έχουμε διάφορα εφεδρικά πακετάκια πάντα στο σκάφος μας.
Στα καταστήματα με είδη αλιείας θα συναντήσουμε μια μεγάλη ποικιλία με αφυδατωμένα δολώματα, καλαμάρια, σουπιές, γαρίδες, σκουλήκια.
Το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι, ότι έχουν μεγάλο χρόνο ζωής και αποθηκεύονται εύκολα.
Η χρήση τους γίνεται, βάζοντας τα σε ένα μπολάκι με θαλασσινό νερό και σε μερικά λεπτά είναι έτοιμα για ψάρεμα.
Δεν τα έχω δοκιμάσει προσωπικά για να έχω άποψη, όμως όπως και να έχει, είναι μια εναλλακτική λύση ,σε περίπτωση που έχουμε ξεμείνει από δόλο.
ΑΡΜΑΤΩΣΙΕΣ-ΠΑΡΑΜΑΛΑ
Τα παράμαλλα μας, όπως σας έχω προαναφέρει, προσαρμόζονται ανάλογα με το θήραμα στο οποίο στοχεύουμε και θα συζητηθούν στα επόμενα κείμενα (αναρτήσεις), όπου θα εξετάζεται η τεχνική ψαρέματος κάθε ψαριού ξεχωριστά. όπως έγινε με το ψάρεμα του σκαθαριού. Εγώ σας παρέθεσα την βασική αρματωσιά, ανάλογα με την μορφολογία του βυθού, όμως οι παραλλαγές και καινοτομίες που θα επακολουθήσουν, δεν έχουν καμία σχέση με αυτά τα στάνταρ.
Επαναλαμβάνω ξανά και πάντα θα το επαναλαμβάνω και ας γίνομαι κουραστικός , ότι στο ψάρεμα δεν χρειάζονται προκαταλήψεις και σταθερές, αλλά όλα είναι ζήτημα προσαρμογής, γνώσης, καινοτομίας, δοκιμής, εμπειρίας, πρόβλεψης, καιρικών συνθηκών και κλίσης (ταλέντο).
Στο μόνο που δεν μπορούμε να επέμβουμε είναι στο τελευταίο, που όμως παίζει τον μικρότερο ρόλο, αν όλα τα άλλα εκτελεστούν επακριβώς!
Οι εξελιγμένες αρματωσιές, η σωστή χρησιμοποίηση τους σε έναν καλό ψαρότοπο με τον κατάλληλο δόλο και με ευνοϊκές συνθήκες περιβάλλοντος (άνεμος, παλίρροια, φεγγάρι, ρεύματα) αυτή είναι για την καθετή…. Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ!
Ο βασικός κανόνας είναι , λεπτά και μακριά παράμαλλα, όχι μόνο για την καθετή αλλά και για κάθε άλλο ψάρεμα.
Στην χώρα μας δυστυχώς, η πλειονότητα των ψαράδων έχει συνδέσει την καθετή με μικρά καλάμια κάτω από δύο (2) μέτρα και με κοντά παράμαλλα για να μην μπερδεύονται, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από αυτό που απαιτείτε. Είναι απίστευτο, καταφέραμε να κάνουμε την εξαίρεση κανόνα και τον κανόνα εξαίρεση.
Μεγάλη βέβαια και η ευθύνη μερικών καταστηματαρχών ειδών αλιείας, που δεν έχουν την κατάλληλη τεχνογνωσία, ώστε να προτείνουν αυτό που πραγματικά χρειάζεται η τεχνική αυτή.
Έτσι λοιπόν αν πάτε σε ένα κατάστημα και ζητήσετε ένα καλάμι καθετής, θα σας δώσουν ότι πιο κοντό έχουν.
Θα μου πείτε, τι χρειάζεται ένα μακρύ καλάμι που θα είναι άβολο και θα μας δυσκολέψει στους χειρισμούς μας.
Πάρτε λοιπόν μια συνηθισμένη αρματωσιά με τρία παράμαλλα μήκους 60 cm και υπολογίστε να δείτε ότι τελικά θα έχουμε ένα σύνολο το ελάχιστο αρματωσιάς 2.70, απαραίτητο ώστε να μην μπερδεύονται τα παράμαλλα μεταξύ τους.
Άρα λοιπόν αν έχουμε πιάσει και ένα ψάρι, το λιγότερο που θα χρειαστούμε είναι 3,5 μέτρα καλάμι για να μπορέσουμε να το βάλουμε στο σκάφος, είναι απλή αριθμητική.
Πάμε στις εξελιγμένες αρματωσιές:
Επειδή όπως είπαμε τα παράμαλλα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μακρύτερα, που μερικές φορές μπορεί να φτάνουν και τα δυο (2) μέτρα, κατασκευάζονται με πολύ αυστηρά κριτήρια και χρειάζονται σωστό τρόπο διαχείρισης. Αυτό το είδος αρματωσιάς, έφερε πραγματικά μια επανάσταση στην καθετή και μας έδωσε την δυνατότητα, να στοχεύσουμε σε θηράματα, που δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε ότι μπορούσαν να βγουν με την απλή αυτή τεχνική. Πρέπει λοιπόν, να χρησιμοποιήσουμε αόρατες πετονιές άριστης ποιότητας και μια σειρά εξαρτήματα, όπως π.χ. οι πολύχρωμες και φωσφορούχες χάντρες, πολύχρωμε μπίλιες, μικρά φτερά σε πολλά χρώματα, χρωματιστά σωληνάκια σιλικόνης, τεχνοσφαίρες που θα μας αποτρέψουν το μπέρδεμα κλπ.
Η ανακάλυψη της τεχνόσφαιρας, είναι από μόνη τη μια μεγάλη καινοτομία για το ψάρεμα, είτε αφορά ψάρεμα από την στεριά, είτε αφορά ψάρεμα από σκάφος. Αυτές οι διάφανες χάντρες είναι φανταστικές, καθώς ούτε βαραίνουν την αρματωσιά μας, ούτε ευδιάκριτες είναι, και κυρίως λειτουργούν πολύ αποτελεσματικά στην αποτροπή μπερδέματος μεταξύ παράμαλλου και μάνας, καθώς το παράμαλλο περιστρέφεται ελεύθερα γύρω από την αρματωσιά.
Συνήθως η σταθεροποίηση της τεχνόσφαιρας και χάντρας στην μάνα γίνεται με ένα απλό κόμπο από πάνω και έναν κόμπο από κάτω. Βέβαια, γνωρίζετε ότι όταν γίνει κόμπος, με ότι τρόπο και να γίνει, αδυνατίζει αισθητά την αντοχή της αρματωσιάς, και σε ένα απότομα τράβηγμα από ένα μεγάλο ψάρι, κινδυνεύει να σπάσει στα σημεία αυτά. Αυτό το μειονέκτημα του κόμπου είχε γίνει πολύ πιο κατανοητό εδώ και χρόνια στο BIG GAME, όπου οι πιέσεις και οι απατήσεις ήταν πάντα τεράστιες! Από χρόνια λοιπόν στο «μεγάλο παιχνίδι» οι κόμποι είχαν σχεδόν καταργηθεί.
Τα τελευταία χρόνια όμως, η επάλειψη των κόμπων επεκτάθηκε και σε άλλες τεχνικές ψαρέματος και αυτό ξεκίνησε βέβαια από την αγωνιστική αλιεία καθετής, πολλοί ψαράδες δεν κάνουν καθόλου κόμπο πια στην αρματωσιά!
Αυτό γίνεται εφικτό, στερεώνοντας τις μικρές χάντρες πάνω στην μάνα με την χρήση ειδικής κυανοκραλικής κόλλας.
Επίσης, μαζί με το σωληνάριο κόλλας, σας προτείνω να προμηθευτείτε και το ειδικό εξάρτημα της stonfo, για την τοποθέτηση και συγκράτηση του παράμαλλου κατά την κόλληση, όπως επίσης και την αγορά του ειδικού σπρέι (ενεργοποιητή – καταλύτη), όπου θα στεγνώσει σε δευτερόλεπτα την κόλλα και δεν θα καθυστερήσουμε στην εφαρμογή και δημιουργία της αρματωσιάς.
Όταν ρίχνονται στο νερό λοιπόν οι αρματωσιές αυτές, χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί πρέπει να κατεβούν προς τον βυθό πολύ αργά, ώστε να απλωθούν τα παράμαλλα στο ρεύμα.
Αυτό θα το πετύχουμε δουλεύοντας με το καλάμι μας (τουλάχιστον τετράμετρο) συγκρατώντας τα παράμαλλα στιγμιαία. Όταν φτάσουν στον βυθό οι αρματωσιές μας, πρέπει να κρατηθούν τεντωμένες, για να απλωθούν γύρω τα παράμαλλα, χωρίς να μπερδευτούν μεταξύ τους.
Όταν η θάλασσα έχει ρεύμα ισχυρό, δεν αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερο πρόβλημα μπλεξίματος με τα παράμαλλα, όμως τα πράγματα περιπλέκονται, αν είμαστε αγκυροβολημένοι και σε περιοχή με αδύναμα ρεύματα.
Για να αντιμετωπίσουμε τα μπερδέματα στην περίπτωση αυτή και τα οποία θα είναι καταστροφικά για το ψάρεμα μας, αρχίζουμε να περιορίζουμε το μήκος των παράμαλλων, φτάνοντας ακόμα και τα 30-40 εκατοστά και η διάμετρος της πετονιάς να είναι όχι πιο λεπτή από 0.35mm.
Όμως παιδιά μην πέσετε σε καμία περίπτωση κάτω από αυτά τα εκατοστά, καθώς αντιπροσωπεύει το ελάχιστο όριο, κάτω από το οποίο η αρματωσιά χάνει την αποτελεσματικότητα της. Αυτή η αρματωσιά των τριών παράμαλλων, με διάμετρο 0.35mm και μήκος 30-40 εκατοστά το καθένα, θα μας δώσει υπό συνθήκες κατάλληλες αξιόλογα θηράματα και μειώνουμε συγχρόνως και τις πιθανότητες μπερδέματος.
Τι γίνεται όμως, όταν τα ψάρια σταματήσουν να τσιμπούν, σε μια τόσο καλοστημένη αρματωσιά, με τόσο ωραία παράμαλλα, με χάντρες που φωσφορίζουν και με εξαιρετικά λεπτή πετονιά.
Αυτό που σκεφτόμαστε συνήθως, είναι ότι τα ψάρια απομακρύνθηκαν ή ότι για κάποιο λόγο σταμάτησαν να τσιμπούν. Η πραγματικότητα όμως μπορεί να είναι τελείως διαφορετική. Θυμάστε λοιπόν τι σας είπα, ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ μια μαγική λέξη για κάθε τεχνική ψαρέματος!
Αντί λοιπόν να φύγουμε από τον τόπο που ξέρουμε, ότι μας έχει δώσει στο παρελθόν αξιόλογα ψάρια, νομίζοντας ότι αυτά έφυγαν, αλλάζουμε αμέσως την αρματωσιά. Παίρνουμε λοιπόν, μια αρματωσιά (που ήδη έχουμε ετοιμάσει από το σπίτι ) με συρόμενο μολύβι, που σταματάει σχεδόν πάνω στο αγκίστρι και την ρίχνουμε στην θάλασσα, αφήνοντας όμως χαλαρή αυτή την φορά την αρματωσιά και περιμένουμε.
Τότε ίσως να δούμε αμέσως μια απίστευτη μεταμόρφωση, ένα ένα να έρχονται πάνω τα φαγκριά, σαργοί, λυθρίνια και άλλα αξιόλογα ψάρια.
Πώς άραγε συνέβη αυτό?
Πώς είναι δυνατόν να μην δουλεύει μια υπέροχη αρματωσιά με όλα τα «κομφόρ» και να δουλεύει ένα απλό παράμαλλο, που δεν έχει πάνω του τίποτα το εξεζητημένο?
Είναι όμως απλό:
Όταν δεν υπαρχουν ρεύματα στην θάλασσα, το δόλωμα πρέπει να παραμένει στατικό και το παράμαλλο πρέπει να «απουσιάζει», για να μην μπορεί να το εντοπίσει το ψάρι καθώς πλησιάζει… «μαγικό» συρόμενο δηλαδή!
Βλέπουμε λοιπόν, ότι σε λιγότερο από μια ώρα και με τις προσαρμογές στην αρματωσιά που κάναμε, το σενάριο άλλαξε εντελώς.
Τα δολώματα εκεί που κυμάτιζαν πάνω από τον βυθό, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι στο βυθό. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι η κατάσταση θα παραμείνει έτσι, και ούτε ότι η αρματωσιά του συρόμενου είναι η καλύτερη για την καθετή .
Μόλις αλλάξει πάλι η ένταση του ρεύματος, η κατάσταση θα ανατραπεί πάλι και πρέπει να είμαστε έτοιμοι, μόλις γίνει αυτό να αλλάξουμε πάλι παράμαλλα. Τώρα μάλλον θα καταλάβετε, πόσο σημαντική είναι η λέξη προσαρμογή και προετοιμασία στην καθετή.
Γι αυτό πρέπει να προμηθευτείτε μια σειρά από στρογγυλούς φελλούς για τα παράμαλλα σας, καθώς πρέπει να τα έχετε έτοιμα κάθε στιγμή. Δηλαδή να τα έχετε έτοιμα από το σπίτι πριν το ψάρεμα, ώστε να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος για την κατασκευή τους.
Διαφορετικά λοιπόν και αρκετά παράμαλλα έτοιμα, ώστε να αντιμετωπίζουμε και να προσαρμόζουμε το ψάρεμα μας, στην κάθε διαφορετική περίπτωση και μεταβολή που θα προκύψει.
ΠΑΡΑΜΑΛΛΟ ΜΕ ΤΕΧΝΗΤΟ:
Μιλώντας για τεχνητά δολώματα και ψάρεμα από την βάρκα, η σκέψη μας πάει πάντα στην συρτή. Παραμελούμε δηλαδή συχνά, την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα δολώματα και στην καθετή.
Η καθετή σε γενικές γραμμές, γίνεται σχεδόν πάντα με τα κλασικά φυσικά δολώματα, όπως η σαρδέλα, η γαρίδα, τα σκουλήκια κλπ.
Μερικά είδη ψαριών όμως, είχαν δείξει από παλιά, την τάση που είχαν να ελκύονται από τα τεχνητά δολώματα, όπως το σκουμπρί και το κοκκάλι.
Τα τελευταία χρόνια βέβαια, διαπιστώσαμε πολύ καθυστερημένα, ότι περίπου όλα τα είδη ψαριών ελκύονται από τα τεχνητά, κάτι που οι ασιατικές χώρες, είχαν διαπιστώσει δεκαετίες πριν και έχουν εξελίξει τις τεχνικές αυτές στο έπακρον.
Αυτό το παράμαλλο βέβαια, που έχει να επιδείξει την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, είναι η σύνθεση τεχνικού και φυσικού δολώματος. Πράγματι ο συνδυασμός αυτός είναι ακαταμάχητος, για τα περισσότερα ψάρια της καθετής.
Μάλιστα σας προτείνω ανεπιφύλακτα τα Lumix Dancer, του τεράστιου Ιαπωνικού κολοσσού στον τομέα της αλιείας, την γνωστή Marufuji.
Πρόκειται για πολύχρωμες χάντρες, φωσφορίζουσες ή μη, συνδεδεμένες με ένα τεχνητό σιλικονούχο φτεράκι, φωσφορίζον ή με δυνατότητα να δεχτεί φωτισμό UV. Χάντρα και φτεράκι, αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο φέρει τρύπα -στο κέντρο της χάντρας, από όπου περνιέται στο παράμαλλο της καθετής μας και με ένα μικρό στόπερ, σταθεροποιείται στο επιθυμητό σημείο, που αυτό βρίσκεται λίγα εκατοστά πάνω από το αγκίστρι, πάνω στα παράμαλλα.
Για μένα προσωπικά είναι από τα κορυφαία ειδή που έχουν κυκλοφορήσει για την καθετή!
Εκτός βέβαια από την αρματωσιά Lumix Dancers της Marufuji, υπάρχουν πολλές άλλες μεγάλες Ιαπωνικές εταιρείες, όπως η Οwner, η Ηarimitsu, η Hayabusa κλπ, που κατασκευάζουν έτοιμες αρματωσιές για καθετή, με την προσθήκη τεχνικού δολώματος.
Μάλιστα, οι εταιρίες που προανέφερα, κατασκευάζουν και τρομερά αξεσουάρ για την αρματωσιά μας, μικρά χταποδάκια, τεχνοσφαίρες, πολύχρωμες χάντρες, ιριδίζουσες τρέσες, στριφτάρια, παραμάνες κλπ.
Τα πλεονεκτήματα μια τέτοιας αρματωσιάς είναι τα εξής:
- Μπορούμε να κατασκευάσουμε αρματωσιά με όσα παράμαλλα επιθυμούμε, όποιο μήκος παράμαλλων μας αρέσει, και με οποιαδήποτε απόσταση θέλουμε να έχουν μεταξύ τους.
- Για αυτούς που θέλουν έτοιμη αρματωσιά, υπάρχει στη διάθεσή τους μια μεγάλη ποικιλία από έτυψες αρματωσιές της Marufuji, ώστε να επιλέξουν κάποια της αρεσκείας τους.
- Στα βαθιά νερά όπου τα ψάρια έλκονται από τις χάντρες και τα φτεράκια, έχουμε μμεγάλο πλεονέκτημα απέναντι στην απλή αρματωσιά, ενώ τώρα το χειμώνα τα Lumix Dancer αποτελούν την καλύτερη εποχιακή πρόταση στο ψάρεμα των λυθρινιών και των σκαθαριών, και όπου επιβάλλεται η χρήση προσελκυστικών υλικών στα παράμαλλα μας.
- Οι πολύχρωμες ή φωσφορίζουσες χάντρες κοντά στα αγκίστρια, θα προσελκύσουν τα ψάρια από τα μακριά κοντά στα δολώματα μας, ενώ η χρήση του σιλικονούχου φτερού, προκαλεί ακόμα περισσότερο τα ψάρια με τη κίνησή του.
- Έχουμε τη δυνατότητα σύλληψης ψαριών, όχι μόνο όταν η αρματωσιά μας βρίσκεται στον πάτο, αλλά και όταν κατεβαίνει ή ανεβαίνει από το βυθό.
- Η αρματωσιά με τα Lumix Dancers, λειτουργεί καλά ακόμη και αν έχει φαγωθεί το δόλωμα που χρησιμοποιούμε στα αγκίστριά μας, δίνοντας μας ψάρια τόσο στο βυθό, όσο και στο ανέβασμα.
Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα όλων και ίσως να το έχετε αναρωτηθεί (δηλαδή γιατί δεν χρησιμοποιούμε ένα τσαπαρί) είναι το ότι σε αντίθεση με το τσαπαρί, το οποίο έχει πολλά και κοντά παράμαλλα τα οποία κάνουν καχύποπτη την αρματωσιά μας στα πονηρά ψάρια του βυθού, το Lumix Dancers το τοποθετούμε εμείς στα δικά μας ειδικά ειδικευμένα παράμαλλα – ιδιαίτερα μακριά και λεπτά.
Όσο για το τσαπαρί, που αναφέρθηκα και αυτό, από μόνο του έχει δώσει πολλές επιτυχίες ιδιαίτερα στο ψάρεμα του λυθρινιού, υστερεί όμως όταν πρόκειται για ψάρια αξιόλογου μεγέθους, που είναι πολύ πιο καχύποπτα. Θα σας πρότεινα να έχετε και μια σειρά τσαπαρί στο σκάφος αναγνωρισμένης αξίας
και ποιότητας (ιαπωνικά).
Πάμε όμως στην κατασκευή ενός παράμαλλου που θα δημιουργήσουμε με την δική μας φαντασία:
Πριν όμως σας το εξηγήσω, θα σας αναφέρω μια προσωπική μου εμπειρία, που συνέβη τουλάχιστον πριν δεκαπέντε (15) περίπου χρόνια. Ψάρευα λοιπόν surfcasting με νοτιά, και θυμάμαι ότι είχα τοποθετήσει ένα μικρό φλοτεράκι άσπρου και πορτοκαλί χρώματος, για να σηκώνεται το δόλωμα από το βυθό, καθώς η περιοχή είχε πολλές φυκιάδες.
Λοιπόν κατά την διάρκεια του ψαρέματος, δεχόμουν
συνεχώς χτυπήματα και κάθε φορά που έφερνα πάνω την αρματωσιά για να τσεκάρω την κατάσταση του δολώματος, έβλεπα αποτυπωμένα στο μαλακό φλοτεράκι τα δαγκώματα των σαργών!
Μπορώ να πω ότι το 80% και παραπάνω των χτυπημάτων, ήταν καταρχάς στο πορτοκαλί φωσφορούχο φλοτεράκι.
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, όλα αυτά με προβλημάτισαν και με συμμετοχή μου -συζήτηση σε forum, μεταξύ κυρίως Ιταλών και Ιαπώνων ψαράδων, επιβεβαίωσα ότι κάτι τέτοιο ήταν γνωστό σε όλους στον κόσμο της αγωνιστικής αλιείας και ιδιαίτερα στους Ιάπωνες, που πολύ σπάνια χρησιμοποιούσαν φυσικό δόλο, ακόμα και για την καθετή.
Κάνοντας λοιπόν στο εξής συνεχείς δοκιμές και στην καθετή, παρατήρησα έκπληκτος ότι μεγάλη περιέργεια ως προς καθετί έντονο και γυαλιστερό, έχουν και τα λυθρίνια και τα σκαθάρια και οι σαργοί και τα φαγκριά και οι ροφοί… ό,τι πιο αξιόλογο ψάρι δηλαδή, που είναι και ο βασικός μας στόχος στην καθετή.
ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΡΜΑΤΩΣΙΑΣ ΚΑΘΕΤΗΣ ΜΕ ΤΕΧΝΗΤΟ:
Παίρνουμε π.χ. την κλασική αρματωσιά για λυθρίνια, η οποία αποτελείται από δυο ή τρία αγκίστρια, ή και την πιο μαλακή και διακριτική αρματωσιά με περαστό μονάγκιστρο. Για την κατασκευή της πρώτης αρματωσιάς θα χρειαστούμε δυο μέτρα νάιλον άριστης ποιότητας 0.28-0,30mm στην οποία θα εφαρμόσουμε ανάλογα
με τις συνθήκες, δυο ή τρεις συνδέσμους, είτε ανταλλάξιμους είτε σταθερούς.
Σε αυτούς θα συνδεθούν παράμαλλα 50 εκατοστά για την περίπτωση μιας αρματωσιάς με τρία αγκίστρια και 80 εκατοστά παράμαλλα για την περίπτωση της καθετής με δυο αγκίστρια, τα οποία θα είναι από fluorocarbon 0.20-0.26 και στα οποία θα δέσουμε αγκίστρια σε νούμερο από 4 μέχρι 10. Στα παράμαλλα λοιπόν αυτά πριν τα τοποθετήσουμε στην μάνα, καλό είναι να εισάγουμε τα φανταχτερά τεχνητά εξαρτήματα για προσέλκυση.
Χρησιμοποιούμε δηλαδή τις κλασικές πράσινες φωσφοριζέ χάντρες, είτε εκείνες που χαρακτηρίζονται από χρώματα σε έντονους τόνους, ή ακόμα και τις εξαιρετικές σε αντανακλάσεις χάντρες Swarovski που εγώ προσωπικά δεν έχω δοκιμάσει στα παράμαλλα, αλλά από ότι ισχυρίζονται οι μεγάλοι Ιταλοί ψαράδες, και δεν έχουμε κανέναν λόγο να τους αμφισβητήσουμε – αντιθέτως δε – είναι πολύ αποτελεσματικές και επίσης έχουν την καλύτερη επικόλληση με το νάιλον και το fluorocarbon.
Ένα γεγονός που έχω διαπιστώσει εγώ ο ίδιος προσωπικά στην πράξη, είναι ότι σε θολά νερά και κυρίως μετά από κακοκαιρία, οι αποχρώσεις του fluo κίτρινου, κόκκινου και πορτοκαλί, όταν τα χρησιμοποιούμε μεμονωμένα και όχι σε συνδυασμό, αποδείχτηκαν θανατηφόρες.
Ενώ σε καθαρά νερά αποδείχτηκαν καλύτερες οι αποχρώσεις που τείνουν προς το ροζ.
Οι χάντρες-μπίλιες αυτές, αφήνονται να τρέχουν πάνω στο παράμαλλο μέχρι τον κόμπο του αγκιστριού.
Εκτός από τις χάντρες – μπίλιες, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μικρά φτερά η ακόμα και σωληνάκια σιλικόνης σε διάφορα χρώματα.
Τα σωληνάκια, σε αντίθεση με τις μπίλιες, θα τοποθετηθούν δύο (2) εκατοστά περίπου πάνω από το αγκίστρι, όπως και τα φτερά.
Βέβαια στο αγκίστρι θα τοποθετηθεί ο φυσικός δόλος, που θα χρησιμοποιήσουμε και από πάνω θα ακολουθούν αυτά τα φανταχτερά τεχνητά.
Εκτός από την αρματωσιά Lumix Dancers της Marufuji, υπαρχουν πολλές άλλες μεγάλες Ιαπωνικές εταιρείες, όπως η Οwner, η Ηarimitsu, η Hayabusa, η Sasame κλπ, που κατασκευάζουν έτοιμες αρματωσιές για καθετή, με την προσθήκη τεχνητού δολώματος. Επίσης, μπορείτε να προμηθευτείτε για ώρα ανάγκης τα έτοιμα εκπληκτικά παράμαλλα και αρματωσιές χωρίς κόμπο, του πρωταθλητή Marco Volpi.
Κλείνει λοιπόν το άρθρο μου για την καθετή, αφήνοντας δύο υποκατηγορίες:
α)την καθετή τη νύχτα και
β) την καθετή σε πολύ βαθιά νερά (με ηλεκτρικούς μηχανισμούς), τα οποία θα σας παρουσιάσω κάποια στιγμή, το καθένα σε ξεχωριστό άρθρο.
Ελπίζω να προσέφερα και εγώ ένα λιθαράκι στις δικές σας γνώσεις.
Για ό,τι απορίες σάς γεννηθούν, μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μου είτε στην ομάδα «ΨΑΡΕΜΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ», είτε με μήνυμα προσωπικό , είτε απευθείας τηλεφωνικά .