Ο γαύρος (ή χαψί όπως το ονόμαζαν οι αρχαίοι) είναι ένα μικρό πελαγικό ψάρι με μέγιστο μήκος τα 20 εκατοστά και πιο σύνηθες τα 13,5 εκατοστά. Το επιστημονικό του όνομα είναι Engraulis encrasicolus και ανήκει στην οικογένεια των εγγραυλιδών (Engraulidae).
Ο γαύρος απαντάται στον Ανατολικό Ατλαντικό ωκεανό, από τη Νορβηγία έως το Ανατολικό Λονδίνο. Σε όλη την Ανατολική Αφρική και σε όλες τις θάλασσες της Μεσογείου, της Μαύρης και της Αζοφικής. Συναντάται σε βάθη 0 – 400 μέτρα.
Το χρώμα του είναι πρασινογάλαζο στη ράχη και τα πλευρά, ενώ η κοιλιά του είναι λευκή προς το ασημί και γυαλιστερή. Το σώμα του είναι στενόμακρο, το ρύγχος του μακρύ και το πάνω σαγόνι του εξέχει μακρύτερο. Το στόμα του φθάνει μέχρι πίσω από τα μάτια, φέροντας μικρά και μυτερά δόντια. Ζει σε ζεστές περιοχές, κατά κοπάδια και περισσότερο στον αφρό ειδικά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Το χειμώνα αντίθετα παραμένει στο βυθό σε βάθος 100-200 μέτρα, εξ ου και η αλιεία τους την περίοδο αυτή είναι περιορισμένη. Τρέφεται με πλαγκτονικούς οργανισμούς. Όταν αυξηθεί η θερμοκρασία του νερού, πλησιάζει τις ακτές για να αφήσει τα αυγά του, που είναι πελαγικά.
Στις ελληνικές θάλασσες είναι άφθονος και αλιεύεται από τα τέλη Αυγούστου και μετά, όταν δουλεύουν οι τράτες και τα γρι-γρί, οπότε η τιμή τους κατά κιλό είναι πολύ χαμηλή λόγω των μεγάλων ποσοτήτων που αλιεύονται. Το κρέας τους είναι πολύ νόστιμο, ειδικά αν πριν το μαγείρεμα αφαιρεθεί το κεφάλι, επειδή πικρίζει αρκετά. Χρησιμοποιείται επίσης και για δόλωμα μεγαλύτερων ψαριών.
Στο εμπόριο φέρονται είτε ως νωποί, είτε ως παστωμένοι καλούμενοι αντζούγιες, ή και επεξεργασμένοι ακέφαλοι σε φέτες, σε κατάψυξη, ή σε κονσέρβες.
Η νομοθεσία ορίζει σαν το ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος αλίευσης του είδους τα 9 εκατοστά.